σταύρωμα: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />clôture de pieux, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />clôture de pieux, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σταυρῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] του σημείου του σταυρού ως [[ευχή]] σε κάποιον ή για [[ξεμάτιασμα]]<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[συνεχής]] [[παρενόχληση]]<br /><b>3.</b> η πρώτη [[σχηματοποίηση]] του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[αλλαγή]] της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα [[χιαστί]], για να επιτευχθεί ομοιόμορφη [[φθορά]] του πέλματός τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[προσήλωση]] σε σταυρό, ο [[σταυρικός]] [[θάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περίφραξη]] με πασσάλους, [[περιχαράκωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A palisade or stockade, Th.5.10, 6.64,74, X. HG3.2.3, etc.
German (Pape)
[Seite 930] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
σταύρωμα: τό, περίφραγμα διὰ πασσάλων, χαράκωμα, Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
clôture de pieux, palissade.
Étymologie: σταυρόω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ [[σταυρῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
1. ο σχηματισμός του σημείου του σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα
2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση
3. η πρώτη σχηματοποίηση του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά
4. τεχνολ. η αλλαγή της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα χιαστί, για να επιτευχθεί ομοιόμορφη φθορά του πέλματός τους
νεοελλ.-μσν.
η προσήλωση σε σταυρό, ο σταυρικός θάνατος
αρχ.
περίφραξη με πασσάλους, περιχαράκωση.