συνέπεια: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(6_9) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνέπεια''': ἡ, ([[ἔπος]]) [[συναφή]], συνειρμὸς λέξεων ἢ στίχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23 (ἕτεροι [[συνέχεια]]), Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 41· «τί ἐστι [[συνέπεια]]; ἡ [[σύμφρασις]] καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου» Σχόλ. εἰς Διονύσ. ἐν Viloison Ἀνεκδ. τ. 2, σ. 112, 13, κλπ. | |lstext='''συνέπεια''': ἡ, ([[ἔπος]]) [[συναφή]], συνειρμὸς λέξεων ἢ στίχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23 (ἕτεροι [[συνέχεια]]), Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 41· «τί ἐστι [[συνέπεια]]; ἡ [[σύμφρασις]] καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου» Σχόλ. εἰς Διονύσ. ἐν Viloison Ἀνεκδ. τ. 2, σ. 112, 13, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακολούθημα]], [[αποτέλεσμα]], [[απόρροια]], [[επίπτωση]] (α. «η έντονη [[κούραση]] [[είναι]] [[συνέπεια]] της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η [[συμπεριφορά]] του δεν είχε συνέπειες στη [[βαθμολογία]] του»)<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[ακολουθία]]<br /><b>3.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πιστός]] στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο [[καθήκον]] του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[συνέπεια]]» — σύμφωνα με τη [[φυσική]] [[εξέλιξη]] τών πραγμάτων, [[συνεπώς]], [[επομένως]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύνδεση]], [[συνειρμός]] τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι [[συνέπεια]]; ἡ [[σύμφρασις]] καὶ [[συνακολούθησις]] τοῡ λόγου», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έπεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρτι</i>-<i>έπεια</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἔπος)
A connexion of words or verses, D.H.Comp.23 (v.l. συνέχεια), A.D.Synt.41.25; acc. sg. συνεπ[ει]αν is dub. l. in Phld.Po.2.28.
German (Pape)
[Seite 1016] ἡ, der Zusammenhang der Worte, der Context, D. Hal. de C. V. 23 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνέπεια: ἡ, (ἔπος) συναφή, συνειρμὸς λέξεων ἢ στίχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23 (ἕτεροι συνέχεια), Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 41· «τί ἐστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου» Σχόλ. εἰς Διονύσ. ἐν Viloison Ἀνεκδ. τ. 2, σ. 112, 13, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του»)
2. λογική ακολουθία
3. το να είναι κανείς πιστός στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο καθήκον του
4. φρ. «κατά συνέπεια» — σύμφωνα με τη φυσική εξέλιξη τών πραγμάτων, συνεπώς, επομένως
μσν.-αρχ.
σύνδεση, συνειρμός τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῡ λόγου», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. αρτι-έπεια].