στυπτηρία: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[γῆ]];<br />alun.<br />'''Étymologie:''' [[στυπτήριος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[γῆ]];<br />alun.<br />'''Étymologie:''' [[στυπτήριος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και [[στρυπτηρία]] και ιων. τ. στυπτηρίη Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> ένυδρο διπλό θειικό [[άλας]] του καλίου και του αργιλίου, κν. [[στύψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ενν. <i>γη</i>)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, [[κυρίως]], [[χαλκίτιδα]]<br /><b>2.</b> (στην Αίγυπτο) το [[μονοπώλιο]] τών [[παραπάνω]] στυπτικών ουσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ.-<i>τηρία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>τήρ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βακ</i>-<i>τηρία</i>, <i>σω</i>-<i>τηρία</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[στύφω]])].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και [[στρυπτηρία]] και ιων. τ. στυπτηρίη Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> ένυδρο διπλό θειικό [[άλας]] του καλίου και του αργιλίου, κν. [[στύψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ενν. <i>γη</i>)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, [[κυρίως]], [[χαλκίτιδα]]<br /><b>2.</b> (στην Αίγυπτο) το [[μονοπώλιο]] τών [[παραπάνω]] στυπτικών ουσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ.-<i>τηρία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>τήρ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βακ</i>-<i>τηρία</i>, <i>σω</i>-<i>τηρία</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[στύφω]])].
|mltxt=η, ΝΑ, και [[στρυπτηρία]] και ιων. τ. στυπτηρίη Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> ένυδρο διπλό θειικό [[άλας]] του καλίου και του αργιλίου, κν. [[στύψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ενν. <i>γη</i>)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, [[κυρίως]], [[χαλκίτιδα]]<br /><b>2.</b> (στην Αίγυπτο) το [[μονοπώλιο]] τών [[παραπάνω]] στυπτικών ουσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ.-<i>τηρία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>τήρ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βακ</i>-<i>τηρία</i>, <i>σω</i>-<i>τηρία</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[στύφω]])].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυπτηρία Medium diacritics: στυπτηρία Low diacritics: στυπτηρία Capitals: ΣΤΥΠΤΗΡΙΑ
Transliteration A: styptēría Transliteration B: styptēria Transliteration C: styptiria Beta Code: stupthri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη (sc. γῆ), ἡ, name of any of a group of

   A astringent substances containing (a) alum or (b) ferrous sulphate (χαλκῖτις (q.v.)), Hdt.2.180, freq. in Hp. (e.g. Ulc.14), Arist.HA547a20, Mir. 842b22, PCair.Zen.326bis 26 (iii B.C.), Ti.Locr.99d, Sor.1.50, Aret.CA 1.9, POxy.1429.4 (iii/iv A.D.), PHolm.1.4,7, al.    II in Egypt, the alum monopoly, POxy.2116 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 959] ἡ, ion. στυπτηρίη, sc. γῆ, ein zusammenziehendes Salz, Alaun od. Vitriol; Her. 2, 180, Tim. Locr. 99 d; Arist. mirab. ausc. 139; D. Sic. 5, 10, auch χαλκῖτις.

Greek (Liddell-Scott)

στυπτηρία: Ἰων. -ίη (ἐξυπακ. γῆ), ἡ, στυπτικόν τι χῶμα γινόμενον ἐκ χαλκίτιδος (ὃ ἴδε), καὶ περιέχον ὡς φαίνεται ἀλουμίνιον καὶ βιτριόλιον, κοινῶς «στύψη», Ἡρόδ. 2. 180, Τίμ. Λοκρ. 99D, καὶ συχν. παρ’ Ἱππ. (π. χ. 877), Ἀριστ., κλπ.· ἴδε Foës. Oecon., Beckm εἰς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 139.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. γῆ;
alun.
Étymologie: στυπτήριος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α
νεοελλ.
χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας του καλίου και του αργιλίου, κν. στύψη
αρχ.
(ενν. γη)
1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα
2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών παραπάνω στυπτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύφω + κατάλ.-τηρία (< -τήρ), πρβλ. βακ-τηρία, σω-τηρία (βλ. και λ. στύφω)].

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α
νεοελλ.
χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας του καλίου και του αργιλίου, κν. στύψη
αρχ.
(ενν. γη)
1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα
2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών παραπάνω στυπτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύφω + κατάλ.-τηρία (< -τήρ), πρβλ. βακ-τηρία, σω-τηρία (βλ. και λ. στύφω)].