συνδιακομίζω: Difference between revisions
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=transporter avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διακομίζω]]. | |btext=transporter avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διακομίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνδιακομίζομαι</i><br />[[διέρχομαι]] μια [[περιοχή]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διακομίζω]] «[[μεταφέρω]], [[διαβαίνω]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνδιακομίζομαι</i><br />[[διέρχομαι]] μια [[περιοχή]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διακομίζω]] «[[μεταφέρω]], [[διαβαίνω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνδιακομίζομαι</i><br />[[διέρχομαι]] μια [[περιοχή]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διακομίζω]] «[[μεταφέρω]], [[διαβαίνω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:39, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -κομιῶ,
A assist in bringing over, πλοῖον PHib. 1.54.31 (iii B.C.):—Pass., cross over together, Plb.3.43.4, Plu.Brut. 37.
German (Pape)
[Seite 1007] mit od. zugleich hindurch-, hinüberbringen, pass. hinüberfahren, z. B. über einen Fluß, Pol. 3, 43, 4.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιακομίζω: διακομίζω, διαβιβάζω διὰ μέσου τινὸς ἢ ἀπέναντι ὁμοῦ. ― Παθητ., διαβαίνω ὁμοῦ, Πολύβ. 3. 43, 4, Πλουτ. Βροῦτ. 37.
French (Bailly abrégé)
transporter avec.
Étymologie: σύν, διακομίζω.
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω κάτι από κοινού με άλλον
2. παθ. συνδιακομίζομαι
διέρχομαι μια περιοχή μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διακομίζω «μεταφέρω, διαβαίνω»].
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω κάτι από κοινού με άλλον
2. παθ. συνδιακομίζομαι
διέρχομαι μια περιοχή μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διακομίζω «μεταφέρω, διαβαίνω»].