τράγειος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de bouc ; ἡ τραγείη ([[δορά]]) peau de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]]. | |btext=α, ον :<br />de bouc ; ἡ τραγείη ([[δορά]]) peau de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[τράγειος]], -εῑα, -ον, ΝΜΑ, και [[τράγιος]], -(ί)α, -ον ΝΜ, και [[τράγεος]], -έα, -ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. [[τραγεῖον]], Α [[τράγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, [[τραγήσιος]] (α. «[[τράγιο]] [[κρέας]]» β. «τῶν [[κρεῶν]] τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[τράγιο]]<br />α) το [[φυτό]] ανδρόσαιμο<br />β) το [[φυτό]] [[γλυκάνισο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κρέας]] τράγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> (ενν. <i>δορὰ</i>) [[δέρμα]] τράγου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[είδος]] υπερείκου που ευδοκιμεί το [[φθινόπωρο]] και το οποίο αποπνέει [[οσμή]] τράγου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A = τράγεος, of or from a he-goat, κρέα, κρέας, Gal. 6.486, Philostr. Gym.43; στέαρ Dsc.2.76.18; αἷμα PHolm.7.30 (-ιον Pap.), 10.6; ἡ τραγείη (sc. δορά) a goat's skin, Theoc.5.51.
German (Pape)
[Seite 1132] vom Bocke, ihm gehörig; ἡ τραγείη, sc. δορά, Bocksfell, Theocr. 5, 51, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
τράγειος: [ᾰ], -α, -ον, ὡς τὸ τράγεος, ὁ τοῦ τράγου, τραγήσιος, τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια Φιλοστρ. Γυμναστ. σελ. 4 Kayser, Κλήμ. Ἀλεξ. 850· ἡ τραγείη (ἐξυπακ. δορά), δέρμα τράγου, Θεόκρ. 5. 51.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de bouc ; ἡ τραγείη (δορά) peau de bouc.
Étymologie: τράγος.
Greek Monolingual
-α, -ο / τράγειος, -εῑα, -ον, ΝΜΑ, και τράγιος, -(ί)α, -ον ΝΜ, και τράγεος, -έα, -ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α τράγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια», Φιλόστρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τράγιο
α) το φυτό ανδρόσαιμο
β) το φυτό γλυκάνισο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. κρέας τράγου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. (ενν. δορὰ) δέρμα τράγου
2. το ουδ. ως ουσ. (στην Κρήτη) είδος υπερείκου που ευδοκιμεί το φθινόπωρο και το οποίο αποπνέει οσμή τράγου.