Τρωάς: Difference between revisions
Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand
(strοng) |
(42) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from Tros (a [[Trojan]]); the [[Troad]] (or [[plain]] of [[Troy]]), i.e. Troas, a [[place]] in [[Asia]] Minor: Troas. | |strgr=from Tros (a [[Trojan]]); the [[Troad]] (or [[plain]] of [[Troy]]), i.e. Troas, a [[place]] in [[Asia]] Minor: Troas. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[Τρῳάς]], -[[άδος]], ΝΜΑ, και Τρωάδα Ν, και [[Τρωϊάς]], Α<br />(στην [[αρχαιότητα]]) η [[χώρα]] τών Τρώων, που εκτεινόταν στη βορειοδυτική χερσόνησο της Μικράς Ασίας, όπου δέσποζε το όρος Ίδη και βρισκόταν η ξακουστή [[πόλη]] [[Τροία]]<br /><b>2.</b> [[γυναίκα]] που καταγόταν ή κατοικούσε στην [[Τροία]]<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) [[Τρωάδες]] και <i>Τρῳάδες</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Ευριπίδη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «της Τρωάδας τα [[κακά]] ή τα βάσανα» — πολλές και μεγάλες συμφορές<br />β) «τά κάναμε Τρωάδα» — τά κάναμε [[θάλασσα]], τά κάναμε [[κεραμιδαρειό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Τρώϊος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>Ἰλι</i>-<i>άς</i>). Ο τ. [[Τρῳάς]] με [[συναίρεση]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (Autenrieth)
see Τρῳός.
English (Strong)
from Tros (a Trojan); the Troad (or plain of Troy), i.e. Troas, a place in Asia Minor: Troas.
Greek Monolingual
η / Τρῳάς, -άδος, ΝΜΑ, και Τρωάδα Ν, και Τρωϊάς, Α
(στην αρχαιότητα) η χώρα τών Τρώων, που εκτεινόταν στη βορειοδυτική χερσόνησο της Μικράς Ασίας, όπου δέσποζε το όρος Ίδη και βρισκόταν η ξακουστή πόλη Τροία
2. γυναίκα που καταγόταν ή κατοικούσε στην Τροία
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Τρωάδες και Τρῳάδες
τίτλος τραγωδίας του Ευριπίδη
νεοελλ.
φρ. α) «της Τρωάδας τα κακά ή τα βάσανα» — πολλές και μεγάλες συμφορές
β) «τά κάναμε Τρωάδα» — τά κάναμε θάλασσα, τά κάναμε κεραμιδαρειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρώϊος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. Ἰλι-άς). Ο τ. Τρῳάς με συναίρεση].