τενθρηδών: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ὁ) :<br />sorte d’abeille <i>ou</i> de guêpe, <i>litt.</i> « l’insecte suceur ».<br />'''Étymologie:''' [[τένθης]] -- DELG pas d’étym. claire.
|btext=όνος (ὁ) :<br />sorte d’abeille <i>ou</i> de guêpe, <i>litt.</i> « l’insecte suceur ».<br />'''Étymologie:''' [[τένθης]] -- DELG pas d’étym. claire.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], [[τυπικό]] της οικογένειας [[τενθρηδονίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[τενθρηδών]] σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (<span style="color: red;"><</span> <i>τερ</i>-<i>θρη</i>-<i>δών</i>, με [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-) και [[επίθημα]] -<i>ηδών</i> (<b>πρβλ.</b> [[πεμφρηδών]]) συνδέεται πιθ. με τη λ. [[θρήνος]] και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος <i>θρώναξ</i><br />[[κηφήν]] και [[επίσης]] με τα αρχ. ιδν. <i>dhranati</i> «[[αντηχώ]]» και γερμ. <i>Drohne</i> «[[κηφήνας]]», <i>drohnen</i> «[[αντιλαλώ]]». Παράλληλα με τον τ. [[τενθρηδών]] μαρτυρείται και ο τ. [[τενθρήνη]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀνθρήνη]]). Απίθανες, [[τέλος]], φαίνονται οι συνδέσεις της λ. τόσο με τον τ. [[τένθης]] «[[λαίμαργος]]», όσο και με τον τ. [[τέρθρον]] «[[τέλος]], [[τέρμα]]»].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τενθρηδών Medium diacritics: τενθρηδών Low diacritics: τενθρηδών Capitals: ΤΕΝΘΡΗΔΩΝ
Transliteration A: tenthrēdṓn Transliteration B: tenthrēdōn Transliteration C: tenthridon Beta Code: tenqrhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, a kind of

   A wasp that makes its nest in the earth, Arist.HA629a31, Dsc.5.109; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1091] όνος, ἡ, eine Bienen- od. Wespenart; Arist. H. A. 9, 43; Nic. Al. 199. Vgl. ἀνθρηδών u. πεμφρηδών.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
sorte d’abeille ou de guêpe, litt. « l’insecte suceur ».
Étymologie: τένθης -- DELG pas d’étym. claire.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό της οικογένειας τενθρηδονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< τερ-θρη-δών, με ανομοίωση του πρώτου -ρ- σε -ν-) και επίθημα -ηδών (πρβλ. πεμφρηδών) συνδέεται πιθ. με τη λ. θρήνος και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος θρώναξ
κηφήν και επίσης με τα αρχ. ιδν. dhranati «αντηχώ» και γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Παράλληλα με τον τ. τενθρηδών μαρτυρείται και ο τ. τενθρήνη (πρβλ. ἀνθρήνη). Απίθανες, τέλος, φαίνονται οι συνδέσεις της λ. τόσο με τον τ. τένθης «λαίμαργος», όσο και με τον τ. τέρθρον «τέλος, τέρμα»].