φλύζω: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(6_6)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλύζω''': ἐν λέξ. [[φλύω]].
|lstext='''φλύζω''': ἐν λέξ. [[φλύω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φλύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. [[φλύω]] σχηματισμένος από το θ. <i>φλυ</i>- με λαρυγγική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- και [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[φλύω]])].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλύζω Medium diacritics: φλύζω Low diacritics: φλύζω Capitals: ΦΛΥΖΩ
Transliteration A: phlýzō Transliteration B: phlyzō Transliteration C: flyzo Beta Code: flu/zw

English (LSJ)

   A v. φλύω.

German (Pape)

[Seite 1293] seltene Nebenform von φλύω, Nic. Al. 214 μανίης ὕπο μυρία φλύζων.

Greek (Liddell-Scott)

φλύζω: ἐν λέξ. φλύω.

Greek Monolingual

Α
φλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φλύω σχηματισμένος από το θ. φλυ- με λαρυγγική παρέκταση -γ- και επίθημα - (βλ. και λ. φλύω)].