φλυκταινώδης: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(b) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ες, zsgz. = [[φλυκταινοειδής]], Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ες, zsgz. = [[φλυκταινοειδής]], Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[φλυκταινώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φλύκταινα]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[φλύκταινα]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] φλύκταινες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] φλυκταινών (α. «φλυκταινώδες [[εξάνθημα]]» β. «[[φλυκταινώδης]] [[δερματοπάθεια]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = φλυκταινοειδής, Philum.Ven.17.1, Orib.Fr. 105.
German (Pape)
[Seite 1293] ες, zsgz. = φλυκταινοειδής, Sp.
Greek Monolingual
-ες / φλυκταινώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλύκταινα
1. όμοιος με φλύκταινα
2. γεμάτος φλύκταινες
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία φλυκταινών (α. «φλυκταινώδες εξάνθημα» β. «φλυκταινώδης δερματοπάθεια»).