σχολαῖος: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui est de loisir, qui agit à loisir, qui prend son temps, qui ne se presse pas;<br /><b>2</b> calme, tranquille.<br />'''Étymologie:''' [[σχολή]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui est de loisir, qui agit à loisir, qui prend son temps, qui ne se presse pas;<br /><b>2</b> calme, tranquille.<br />'''Étymologie:''' [[σχολή]].
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] με [[βραδύτητα]] ή αυτός που γίνεται με [[αργό]] ρυθμό, [[νωχελικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σχολαίως]] Α<br />με [[οκνηρία]], με [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] «[[απραξία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σπουδ</i>-<i>αῖος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολαῖος Medium diacritics: σχολαῖος Low diacritics: σχολαίος Capitals: ΣΧΟΛΑΙΟΣ
Transliteration A: scholaîos Transliteration B: scholaios Transliteration C: scholaios Beta Code: sxolai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A leisurely, tardy, σ. κομισθῆναι to go leisurely, Th.3.29; σ. ποιεῖν τὴν πορείαν X.An.4.1.13; σχολαίτεραι ἀπαλλαγαί Hp.Dieb.Judic.10; βίος Plu.2.603e. Adv. -αίως X.An.1.5.8, Arist.EN1171b24, etc.: Comp. σχολαίτερα Hdt.9.6; -αίτερον Th.4.47, Pl.R.610d: Sup. -αίτατα X.HG6.3.6; but also σχολαιότερον, -ότατα, Id.An.1.5.9, Lac.11.3, Gal.6.391 (Adj.); -οτέρως Dsc.Ther.Praef.

German (Pape)

[Seite 1058] müßig, ruhig, auch langsam, träge; compar. σχολαίτερος, Her. 9, 6 im adv. σχολαίτερα, θᾶττον ἢ σχολαίτερον Plat. Rep. X, 610, d, wie Thuc. 7, 15; σχολαίαν ἔπ οίουν τὴν πορείαν πολλὰ ὄντα τὰ ὑποζύγια, Xen. An. 4, 1, 13; σχολαιότατα Lac. 11, 3, u. σχολαιότερον, im Ggstz von θᾶττον, An. 1, 5, 9; aber σχολαίτατα, im Ggstz von τάχιστα, Hell. 6, 3, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαῖος: -α, -ον, (σχολή) ὁ σχολῇ ποιῶν τι, βραδύς, ἀργός, ἀργοκίνητος, σχολ. κομισθῆναι, πορευθῆναι βραδέως, Θουκ. 3. 29· σχολαίαν ποιεῖν τὴν πορείαν Ξενοφ. Ἀνάβ. 4. 1, 13· σχολ. ἀπαλλαγαὶ Ἱππ. 58. 35· βίος Πλούτ. 2. 603Ε. - Ἐπίρρ. -ως, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8, Ἀριστ., κλπ. - Συγκρ. σχολαίτερα Ἡρόδ. 9. 6· ἢ -αίτερον, Θουκ. 4. 47, Πλάτ. Πολ. 610D· ὑπερθετ. -αίτατα, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 6· - ἐσχηματίσθη ἐκ τῆς δοτ. σχολῇ (-ηι, -αι), ὡς τὸ παλαίτερος ἐκ τοῦ πάλαι· ἀλλ’ ὡσαύτως σχολαιότερον, -ότατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 5, 9, Λακ. 11, 3· - -οτέρως Διοσκ. π. Δηλητηρ. Φαρμ. ἐν τῷ προοιμ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui est de loisir, qui agit à loisir, qui prend son temps, qui ne se presse pas;
2 calme, tranquille.
Étymologie: σχολή.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που κάνει κάτι με βραδύτητα ή αυτός που γίνεται με αργό ρυθμό, νωχελικός.
επίρρ...
σχολαίως Α
με οκνηρία, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. σπουδ-αῖος)].