χέρμα: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(6_22) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χέρμα''': τό, μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. ὡς = [[χέραδος]], [[χάλιξ]], «[[χέρμα]]· [[ποίημα]] ☥[[χάλιξ]]». | |lstext='''χέρμα''': τό, μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. ὡς = [[χέραδος]], [[χάλιξ]], «[[χέρμα]]· [[ποίημα]] ☥[[χάλιξ]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> η [[επάνω]] [[πέτρα]] ελαιοτριβείου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χέρμα]], [[ποίημα]], [[χάλιξ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χερμάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A = χάλιξ, Hsch.; of the upper stone in an olivepress, Q.S.14.263 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1349] τό, ein Stein, ein Kiesel, wie χερμάς, χερμάδιον. Vgl. über die Ableitung χέραδος.
Greek (Liddell-Scott)
χέρμα: τό, μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. ὡς = χέραδος, χάλιξ, «χέρμα· ποίημα ☥χάλιξ».
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. η επάνω πέτρα ελαιοτριβείου
2. (κατά τον Ησύχ.) «χέρμα, ποίημα, χάλιξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χερμάς.