ταγός: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chef, commandant ; <i>particul. en Thessalie</i> chef suprême en temps de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[τάσσω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />chef, commandant ; <i>particul. en Thessalie</i> chef suprême en temps de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[τάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (στην αρχ. [[Θεσσαλία]]) α) [[ανώτατος]] [[πολιτικός]] ή [[στρατιωτικός]] [[ηγεμόνας]], [[βασιλιάς]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ταγοί</i><br />το [[συμβούλιο]] τών ηγετών<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]] φρατρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταγός]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ταγ</i>- του ρ. <i>τăσσω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταγ</i>-<i>ή</i>, <i>τάγ</i>-<i>μα</i>) εμφανίζει, όμως, το αναμενόμενο βραχύ -<i>ă</i>- μόνο σε κάποια χωρία του ομηρικού κειμένου. Αντίθετα, η λ. απαντά στην τραγική [[ποίηση]] και πιθ. σε θεσσαλικές και δελφικές επιγραφές με -<i>ᾱ</i>-, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] της αναλογικής επίδρασης άλλων στρατιωτικών όρων όπως η λ. <i>λοχᾶγός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (τάσσω
A commander, ruler, chief, ταγὸς μακάρων, of Zeus, A.Pr.96 (anap.); ταγοὶ Περσῶν Id.Pers.23 (anap.); ξύμφρονε ταγώ prob. in Id.Ag.110 (lyr.); νεῶν, ναῶν, Id.Pers.324, 480, cf. S.Ant. 1057, E.IA269 (lyr.); τῶν Ἀθηνῶν Ar.Eq.159. II specially, federal commander of Thessalian league, X.HG6.1.6, 6.4.28, etc. 2 pl., college of magistrates in Thessaly, IG9(2).517.3 (Larissa, iii B.C.): sg., one such magistrate, SIG55 (v B.C.), Inscr.Cypr.116,170 H. 3 president of a phratria, Schwyzer 323 A 11, al. (Delph.). [ᾱ, but τᾰγοί was read by Aristarch. and others in Il.23.160; if οἵ τ' ἀγοί is read οἵ τ' is relat. (sc. εἰσίν).]
German (Pape)
[Seite 1063] ὁ, Anordner, Anführer, Befehlshaber; Il. 23, 160; ὁ νέος ταγὸς μακάρων, Aesch. Prom. 96; ταγοὶ Περσῶν, Pers. 23. 472; Soph. Ant. 1044; Eur. I. A. 269; Ar. Equ. 159; sp. D.; bes. in Thessalien gebräuchlicher Ausdruck, Poll. 1, 128; vgl. Xen. Hell. 6, 1, 6. – [Α ist bei den Tragg. lang, wie bei sp. D., Lycophr. 1310 Loll. Bass. 8 (VII, 243) Ep. ad. 165 (App. 352) u. sonst in der Anth.; kurz bei Hom. a. a. O., wo Spitzner u. Bekker τ' ἀγοί lesen, u. Ar. Equ. 159; vgl. auch in dieser Beziehung ταγή u. ταγοῦχος.]
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγός: ὁ, (τάσσω), ὁ διατάττων κυβερνῶν, κυβερνήτης, ἀρχηγός, ἡγεμών, ταγὸς μακάρων, ὁ Ζεύς, Αἰσχύλ. Πρ. 96· ταγοὶ Περσῶν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 23 νεῶν, ναῶν ταγοὶ αὐτόθι 324, 480, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1057. Εὐρ. Ι. Α. 269. ΙΙ. κυρίως, ἐπώνυμον τοῦ ἄρχοντος τῶν Θεσσαλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6., 4. 28, κτλ. [ᾱ ἀείποτε· διότι τὸ τᾰγοὶ ἐν Ἰλ. Ψ. 160 ἦτο μόνον πλημμ. γραφ. ἀντὶ τ’ ἀγοί.]
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chef, commandant ; particul. en Thessalie chef suprême en temps de guerre.
Étymologie: τάσσω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ηγεμόνας, αρχηγός
2. (στην αρχ. Θεσσαλία) α) ανώτατος πολιτικός ή στρατιωτικός ηγεμόνας, βασιλιάς
β) στον πληθ. οἱ ταγοί
το συμβούλιο τών ηγετών
3. αρχηγός φρατρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταγός έχει σχηματιστεί από το θ. ταγ- του ρ. τăσσω (πρβλ. ταγ-ή, τάγ-μα) εμφανίζει, όμως, το αναμενόμενο βραχύ -ă- μόνο σε κάποια χωρία του ομηρικού κειμένου. Αντίθετα, η λ. απαντά στην τραγική ποίηση και πιθ. σε θεσσαλικές και δελφικές επιγραφές με -ᾱ-, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν της αναλογικής επίδρασης άλλων στρατιωτικών όρων όπως η λ. λοχᾶγός].