χαμερπής: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui se traîne à terre, rampant.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[ἕρπω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui se traîne à terre, rampant.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[ἕρπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έρπει, που σέρνεται [[καταγής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[τιποτένιος]], [[ποταπός]], [[μικροπρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γεωργός]], ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) α) [[ασήμαντος]]<br />β) <b>εκκλ.</b> [[εγκόσμιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαμερπώς]] / <i>χαμερπῶς</i> ΝΜΑ<br />με χαμερπή τρόπο, με ποταπό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕρπω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A crawling on the ground, μέροπες App.Anth.3.146 (Theon); ζῷον Olymp.Alch. p.102 B., Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμερπής: -ές, γεν. έος, ὁ χαμαὶ ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι νήπιος εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαμερπής· γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται ταῦτα ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se traîne à terre, rampant.
Étymologie: χαμαί, ἕρπω.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής
2. μτφ. (για πρόσ.) τιποτένιος, ποταπός, μικροπρεπής
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος»
2. μτφ. (για πράγμ.) α) ασήμαντος
β) εκκλ. εγκόσμιος.
επίρρ...
χαμερπώς / χαμερπῶς ΝΜΑ
με χαμερπή τρόπο, με ποταπό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ερπής (< ἕρπω)].