φιβάλεως: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ω (ἡ) :<br />figue de Phibalis, <i>espèce de figue précoce</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Φίβαλις]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἰσχάς]], [[ἰσχάδιον]], [[ὄλυνθος]], [[σῦκον]], [[φήληξ]]. | |btext=ω (ἡ) :<br />figue de Phibalis, <i>espèce de figue précoce</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Φίβαλις]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἰσχάς]], [[ἰσχάδιον]], [[ὄλυνθος]], [[σῦκον]], [[φήληξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ω, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> το [[δέντρο]], η [[συκιά]], που παράγει τα σύκα αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εως</i>, όπως και άλλες ονομ. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλά</i>-<i>εως</i>, <i>κανθάρ</i>-<i>εως</i>, <i>κορών</i>-<i>εως</i>, <i>μελίν</i>-<i>εως</i>). Ο τ. απαντά [[κυρίως]] στους κωμικούς ποιητές και παρουσιάζει [[μεγάλη]] μορφολογική [[ποικιλία]] (<b>πρβλ.</b> [[φίβαλις]], [[φιβαλέον]]). Κατά μία [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, [[αρχικός]] θεωρήθηκε ο τ. [[φίβαλις]], σχηματισμένος μετωνυμικά από ένα υποτιθέμενο [[τοπωνύμιο]] <i>Φίβαλις της</i> περιοχής τών Μεγάρων ή της Αττικής (για το [[φαινόμενο]] <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>gamay</i> «[[ποικιλία]] σταφυλιού» από το ομώνυμο [[χωριό]] της Κοτ ντ' Ορ). Πιθανότερο, όμως, [[είναι]] ότι ο τ. [[φίβαλις]] [[είναι]] μεταγενέστερα σχηματισμένος από την αιτ. πληθ. [[φιβάλεως]], που θεωρήθηκε ως γεν. εν. ενός τριτόκλιτου θηλ. σε -<i>ις</i>, -<i>εως</i> (<b>πρβλ.</b> [[δύναμις]], -<i>άμεως</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ω, ἡ, a kind of
A early fig, found in Com. in pl., nom. φιβάλεῳ (φιβαλέοι codd.Ath.) Telecl.5: gen., τῶν φιβάλεων συκων Pherecr.80; φιβάλεων alone, Hermipp.51: acc., φιβάλεως ἰσχάδας Ar.Ach.802; φιβάλεως alone, Apolloph.5.—Sch.Ar. l.c. has γένος συκῆς ἡ φίβαλις (taking φιβάλεως as gen. sg.) and explains as the name for a district in Megaris or Attica; EM793.26 has φιβάλεως· γένος συκῆς· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὰς μιρρίνας. II a lean, dried-up person, Telecl. l. c., Sch.Ar. l. c., Suid.
German (Pape)
[Seite 1273] ω, ἡ, der Baum, der die Feige φιβαλέα tragt; Antiphan. bei Ath. III, 75 e; Schol. Ar. Ach. 767.
Greek (Liddell-Scott)
φῐβάλεως: [ᾰ], ω, ἡ, εἶδος πρωΐμου σύκου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ Φίβαλις, ἡ, ἥτις ἦν τόπος Μεγαρίδος ἢ κατ’ ἄλλους τῆς Ἀττικῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 802· ― πληθ. ὀνομαστ. φιβάλεῳ (κοινῶς φιβάλεοι), Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφυκτύοσι» 3· γεν., τῶν φιβάλεων σύκων Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις», 1, ἢ μόνον φιβάλεων, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 10· αἰτ., φιβάλεως ἰσχάδας Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἢ μόνον φιβάλεως, Ἀπολλοφάνης ἐν «Κρησὶν» 1. ΙΙ. τὸ δένδρον τὸ φέρον τὰ σῦκα ταῦτα, Ἐτυμολ. Μέγ. 793. 26.
French (Bailly abrégé)
ω (ἡ) :
figue de Phibalis, espèce de figue précoce.
Étymologie: Φίβαλις.
Par. ἰσχάς, ἰσχάδιον, ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ.
Greek Monolingual
-ω, ἡ, Α
1. είδος πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.)
2. το δέντρο, η συκιά, που παράγει τα σύκα αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -εως, όπως και άλλες ονομ. φυτών (πρβλ. ἐλά-εως, κανθάρ-εως, κορών-εως, μελίν-εως). Ο τ. απαντά κυρίως στους κωμικούς ποιητές και παρουσιάζει μεγάλη μορφολογική ποικιλία (πρβλ. φίβαλις, φιβαλέον). Κατά μία άποψη, ελάχιστα πιθανή, αρχικός θεωρήθηκε ο τ. φίβαλις, σχηματισμένος μετωνυμικά από ένα υποτιθέμενο τοπωνύμιο Φίβαλις της περιοχής τών Μεγάρων ή της Αττικής (για το φαινόμενο πρβλ. γαλλ. gamay «ποικιλία σταφυλιού» από το ομώνυμο χωριό της Κοτ ντ' Ορ). Πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο τ. φίβαλις είναι μεταγενέστερα σχηματισμένος από την αιτ. πληθ. φιβάλεως, που θεωρήθηκε ως γεν. εν. ενός τριτόκλιτου θηλ. σε -ις, -εως (πρβλ. δύναμις, -άμεως)].