ὑπουργικός: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_10) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπουργικός''': -ή, -όν, [[ὑπηρετικός]], ὑποχρεωτικός, [[ἀγαθός]], [[εὐγενής]], Ἰουστῖν. Μάρτ. 207Β, κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 469Α. | |lstext='''ὑπουργικός''': -ή, -όν, [[ὑπηρετικός]], ὑποχρεωτικός, [[ἀγαθός]], [[εὐγενής]], Ἰουστῖν. Μάρτ. 207Β, κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 469Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπουργικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική [[απόφαση]]» β. «[[υπουργικός]] [[θώκος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπουργικό [[συμβούλιο]]» — το [[σύνολο]] τών υπουργών της κυβέρνησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[εξυπηρέτηση]], που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)<br /><b>2.</b> [[υπηρετικός]], [[δουλικός]] («[[γένος]] ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῑς κρείττοσι», Ιουλιαν.)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπουργικώς</i> / <i>ὑπουργικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπουργικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] («καταβέβηκα, ἔφη<br />αὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, = sq.,
A δύναμις Procl. in Alc.p.68C.; γένος Jul.Gal.143b.
German (Pape)
[Seite 1238] ή, όν, zum ὑπουργός gehörig, dienstfertig, gefällig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργικός: -ή, -όν, ὑπηρετικός, ὑποχρεωτικός, ἀγαθός, εὐγενής, Ἰουστῖν. Μάρτ. 207Β, κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 469Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπουργικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπουργός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος»)
2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» — το σύνολο τών υπουργών της κυβέρνησης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)
2. υπηρετικός, δουλικός («γένος ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῑς κρείττοσι», Ιουλιαν.)
επίρρ...
υπουργικώς / ὑπουργικῶς ΝΜΑ, και υπουργικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργό
μσν.-αρχ.
με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε σχέση με κάποιον άλλο («καταβέβηκα, ἔφη
αὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.).