ταμίευμα: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />répartition de la dépense du ménage, administration domestique.<br />'''Étymologie:''' [[ταμιεύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />répartition de la dépense du ménage, administration domestique.<br />'''Étymologie:''' [[ταμιεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[ταμιεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποσό]] που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο [[ταμείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποταμίευμα]], [[προμήθεια]], [[παρακαταθήκη]]<br /><b>2.</b> οικονομική [[διαχείριση]], [[ταμίευση]] («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐευμα Medium diacritics: ταμίευμα Low diacritics: ταμίευμα Capitals: ΤΑΜΙΕΥΜΑ
Transliteration A: tamíeuma Transliteration B: tamieuma Transliteration C: tamievma Beta Code: tami/euma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A stores, supplies, D.S.3.16.    II = sq. 1, X.Oec.3.15.

German (Pape)

[Seite 1066] τό, das was Einer zu verwalten hat, der Vorrath; D. Sic. 3, 16 u. a. Sp.; auch = Folgdm, δαπανᾶται τὰ πλεῖστα διὰ τῶν τῆς γυναικὸς ταμιευμάτων, Xen. Oec. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμίευμα: τό, ὅ,τι οἰκονομεῖ τις, αἱ τροφαί, ζωοτροφίαι, Διόδ. 3. 16. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ξεν. Οἰκ. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
répartition de la dépense du ménage, administration domestique.
Étymologie: ταμιεύω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο
αρχ.
1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη
2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.).