τετράκωλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(6_3)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράκωλος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα κῶλα (καθ’ Ἡσύχ.: «[[τετράκωλος]]· [[τετράπους]]»), [[ἔνθεν]] [[ἔβην]] [[τετράκωλος]] ἐπ’ οὔδεος Γρηγ. Ναζ. 82, 47, ἔκδ. Dronk.· ὁ ἐκ τεσσάρων μερῶν ἀποτελούμενος, στροφὴ Γραμμ.
|lstext='''τετράκωλος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα κῶλα (καθ’ Ἡσύχ.: «[[τετράκωλος]]· [[τετράπους]]»), [[ἔνθεν]] [[ἔβην]] [[τετράκωλος]] ἐπ’ οὔδεος Γρηγ. Ναζ. 82, 47, ἔκδ. Dronk.· ὁ ἐκ τεσσάρων μερῶν ἀποτελούμενος, στροφὴ Γραμμ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράκωλος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] [[μέλη]], [[τετραμελής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] κώλα περιόδου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τετράκωλος]] [[περίοδος]]»<br />(αρχ. μετρ.) [[μετρική]] [[περίοδος]] που αποτελείται από [[τέσσερεις]] σύνθετους πόδες, σύμμετρους [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] τμήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] «[[τμήμα]] περιόδου ή στίχου» (<b>πρβλ.</b> <i>ἰσό</i>-<i>κωλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράκωλος Medium diacritics: τετράκωλος Low diacritics: τετράκωλος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΩΛΟΣ
Transliteration A: tetrákōlos Transliteration B: tetrakōlos Transliteration C: tetrakolos Beta Code: tetra/kwlos

English (LSJ)

ον,

   A with four limbs, μηχανή Rev.Phil.44.251 (Didyma, ii B.C.).    2 in four sections, [σύριγγες] Nicom.Harm.10.    3 of four members, περίοδος Sch.D.2.3; τετράκωλον, = quadrimembris sententia, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1098] viergliederig, vierfüßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκωλος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα κῶλα (καθ’ Ἡσύχ.: «τετράκωλος· τετράπους»), ἔνθεν ἔβην τετράκωλος ἐπ’ οὔδεος Γρηγ. Ναζ. 82, 47, ἔκδ. Dronk.· ὁ ἐκ τεσσάρων μερῶν ἀποτελούμενος, στροφὴ Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράκωλος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερα μέλη, τετραμελής
2. αυτός που αποτελείται από τέσσερα κώλα περιόδου
3. φρ. «τετράκωλος περίοδος»
(αρχ. μετρ.) μετρική περίοδος που αποτελείται από τέσσερεις σύνθετους πόδες, σύμμετρους μεταξύ τους
αρχ.
αυτός που αποτελείται από τέσσερα τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ἰσό-κωλος)].