τεχνούργημα: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_21) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεχνούργημα''': τό, [[ἔργον]] τέχνης, Εὐμάθ. ἢ Εὐστάθ. Καθ’ Ὑσμίνην κ. Ὑσμινίαν 54. | |lstext='''τεχνούργημα''': τό, [[ἔργον]] τέχνης, Εὐμάθ. ἢ Εὐστάθ. Καθ’ Ὑσμίνην κ. Ὑσμινίαν 54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τεχνουργῶ]]<br />[[έργο]] τέχνης, [[καλλιτέχνημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αρχαιολ.-κοινων.-ανθρωπολ.-τεχνολ.) [[κάθε]] [[αντικείμενο]] που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπινη [[εργασία]] ή [[τροποποίηση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από τη [[φύση]], αλλ. [[τέχνημα]]<br /><b>2.</b> (βιολ.-μικρβλ.) [[σχηματισμός]] μη φυσικών δομών σε χημικώς και [[φυσικώς]] προετοιμασμένα παρασκευάσματα ζωικών και φυτικών ιστών που οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως [[είναι]] λ.χ. οι ανθρώπινες ενέργειες [[κατά]] την [[προετοιμασία]] τών δειγμάτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A a work of art, Corp.Herm.3.4.
German (Pape)
[Seite 1104] τό, künstliche Arbeit, Kunstwerk, Eumath. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνούργημα: τό, ἔργον τέχνης, Εὐμάθ. ἢ Εὐστάθ. Καθ’ Ὑσμίνην κ. Ὑσμινίαν 54.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ τεχνουργῶ
έργο τέχνης, καλλιτέχνημα
νεοελλ.
1. (αρχαιολ.-κοινων.-ανθρωπολ.-τεχνολ.) κάθε αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπινη εργασία ή τροποποίηση, σε αντιδιαστολή προς τα αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από τη φύση, αλλ. τέχνημα
2. (βιολ.-μικρβλ.) σχηματισμός μη φυσικών δομών σε χημικώς και φυσικώς προετοιμασμένα παρασκευάσματα ζωικών και φυτικών ιστών που οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι λ.χ. οι ανθρώπινες ενέργειες κατά την προετοιμασία τών δειγμάτων.