τριτεύω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6_2) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐτεύω''': [[λαμβάνω]] [[ἀξίωμα]] διὰ τρίτην φοράν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491, 3495. | |lstext='''τρῐτεύω''': [[λαμβάνω]] [[ἀξίωμα]] διὰ τρίτην φοράν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491, 3495. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[τριτεύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[τρίτος]] [[κατά]] [[σειρά]], [[καταλαμβάνω]] την [[τρίτη]] [[θέση]] («τρίτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τριτεύον [[ζήτημα]]» — [[θέμα]] μικρής σημασίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναλαμβάνω]] ένα [[αξίωμα]] για [[τρίτη]] [[φορά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
A hold the office of τριτευτής, CIG3491, IGRom.4.1244 (both Thyatira), 414 (Pergam.); dub. sens. in PStrassb. 114.6 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτεύω: λαμβάνω ἀξίωμα διὰ τρίτην φοράν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491, 3495.
Greek Monolingual
ΝΑ τριτεύς
νεοελλ.
1. έρχομαι τρίτος κατά σειρά, καταλαμβάνω την τρίτη θέση («τρίτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις»)
2. φρ. «τριτεύον ζήτημα» — θέμα μικρής σημασίας
αρχ.
αναλαμβάνω ένα αξίωμα για τρίτη φορά.