ὑπόλοιπος: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui reste, restant : τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως THC pour achever la ruine des Athéniens;<br /><b>2</b> survivant;<br /><b>3</b> qui manque, qui fait défaut.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολείπω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui reste, restant : τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως THC pour achever la ruine des Athéniens;<br /><b>2</b> survivant;<br /><b>3</b> qui manque, qui fait défaut.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολείπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόλοιπος]], -ον, ΝΑ, και [[ὑπόλυπος]], -ον, Α<br />(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που απομένει από ένα [[σύνολο]], [[λοιπός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[υπόλοιπο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελλιπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λοιπός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A left over, μετὰ τῶν ὑ. with the survivors or remaining descendants, Hdt.7.171; τοὺς ὑ. Πεισιστρατιδέων Id.6.123. 2 of things, = λοιπός, ὑ. τὸ βάραθρόν σοι γίγνεται still remains for you, Ar Pl.431; τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; And.1.109; τὸ ὑ. the residue, Pl.R.427e, POxy.1252v.36 (iii A. D.), etc.; ὅσα ἦν ὑ. all that remained to be done, Th.4.90; τῆς ὑ. Ἀθηναίων καταλύσεως what remained to effect their destruction, Id.8.26; ἔστι δ' ἡ ἐνέργεια ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ὑπολοίπου ἕξεως καὶ φύσεως, i. e. the pleasure declared to be a γένεσις εἰς φύσιν is really the ἐνέργεια of the healthy remainder of the organism, Arist.EN1152b35; ἡ ὑ. ἰσημερία the other equinox, Gal.17(1).15. (In codd. ὑπό- and ἐπί-λοιπος are often interchanged.)
German (Pape)
[Seite 1224] zurückgelassen, übriggeblieben, bes. noch am Leben, superstes, Her. 6, 123. 7, 171; übh. = λοιπός, 7, 126; Plat. Rep. IV, 427 e u. öfter; Andoc. 1, 52. 3, 24; ἐλπὶς ἦν Lys. 19, 8; Isocr. 4, 21; Dem. 24, 28 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλοιπος: -ον, ὁ ὑπολελειμμένος, ὁ ὀπίσω λειφθείς, ὀπίσω μένων, μετὰ τῶν ὑπ. Ἡρόδ. 7. 171· τοὺς ὑπ. τῶν Πεισιστρατιδέων, ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἔζων, ὁ αὐτ. 6. 123· 2) ἐπὶ πραγμάτων, = λοιπός, ὑπ. τὸ βάραθρον σοι γίνεται, σοὶ ὑπολείπεται, «σοῦ μένει», Ἀριστοφ. Πλ. 431· τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; Ἀνδοκ. 14. 41, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 427Ε, κλπ.· ὅσα ἦν ὑπόλ., ὅσα ὑπολείποντο νὰ πραχθῶσι, Θουκ. 4. 90· τῆς τῶν Ἀθηναίων καταλύσεως, ὅ,τι ὑπελείπετο ὅπως ἐπιτελεσθῇ ἡ καταστροφή των, ὁ αὐτ. 8. 26. ΙΙ. ἐξ οὗ λείπει τι, ἐλλιπὴς (διάφορ. γραφ. ὑπολύπου), Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 2. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις ὑπό- ἐπίλοιπος ἐναλλάσσονται.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui reste, restant : τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως THC pour achever la ruine des Athéniens;
2 survivant;
3 qui manque, qui fait défaut.
Étymologie: ὑπολείπω.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόλοιπος, -ον, ΝΑ, και ὑπόλυπος, -ον, Α
(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που απομένει από ένα σύνολο, λοιπός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. υπόλοιπο
αρχ.
ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λοιπός.