φέψαλος: Difference between revisions
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />étincelle de cendre chaude, reste d’un feu mal éteint.<br />'''Étymologie:''' DELG d’une rac. *bhes- souffler. | |btext=ου (ὁ) :<br />étincelle de cendre chaude, reste d’un feu mal éteint.<br />'''Étymologie:''' DELG d’une rac. *bhes- souffler. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. τ. [[φέψελος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σπινθήρας]] από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] πλατύ [[τμήμα]] της καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φέ</i>-<i>ψ</i>-<i>αλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φε</i>-<i>φσ</i>-<i>αλος</i>) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhs</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bhes</i>- «[[φυσώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ψυχή]]) με εκφραστικό διπλασιασμό <i>φε</i>- και [[επίθημα]] -<i>αλος</i> (<b>πρβλ.</b> [[αἴθαλος]], <i>πάσσ</i>-<i>αλος</i>) και μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. <i>bhasman</i>- «[[τέφρα]], [[στάχτη]]» (εάν υποτεθεί η ύπαρξη μιας αρχικής σημ. του τ. «[[μέρος]] όπου φυσά [[κανείς]] για να ξανανάψει τη σβησμένη [[φωτιά]]»). Η [[αναγωγή]] τόσο του τ. [[φέψαλος]] όσο και του αρχ. ινδ. τ. στην ομόηχη [[ρίζα]] <i>bhes</i>- «[[τρίβω]] [[θρυμματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ψήω</i>, [[ψήχω]]) δεν θεωρείται πολύ πιθανή. Τέλος, [[εκτός]] από τον τ. <i>φέψ</i>-<i>αλος</i>, απαντά [[επίσης]] και τ. <i>φέψ</i>-<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πτύ</i>-<i>αλον</i>: <i>πτύ</i>-<i>ελον</i>, <i>ὕ</i>-<i>αλος</i>: <i>ὕ</i>-<i>ελος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ (also φέψελος,
A gloss on φεψάλυξ, Hsch.):—spark, piece of the embers, Ar.Ach.668 (lyr.), V.227, Arist.Mete.367a5:— φεψάλυξ [ᾰ], ῠγος, ὁ, Archil.126, Ar.Lys.107, Plb.1.48.6: prov. phrases, ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, i.e. will be hung in the chimney, of things laid by and unused, Ar.Ach.279; οὐδὲ φεψάλυξ not so much as... Id.Lys. l. c.
German (Pape)
[Seite 1267] ὁ, Ar. Ach. 267. 641 Vesp. 227, ion. φέψελος, poet. auch φεψάλυξ, ὁ, Qualm, Dampf, Sprühasche, fliegende Feuerfunken, Schol. Aesch. Prom. 362.
Greek (Liddell-Scott)
φέψᾰλος: -ου, ὁ, Ἰων. φέψελος, Ἡσύχ.· ― σπινθὴρ ἀναφερόμενος ἐκ καιομένων ξύλων ἢ πρινίνων ἀνθράκων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 668, Σχ. 227, Ἀριστ. Μετεωρολ. 2. 8, 15· ― ὡσαύτως φεψάλυξ, υγος, ὁ, Ἀρχίλ. 113, Ἀριστοφ. Λυσ. 107. ― ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, ἐν τῷ καπνείῳ, ὅ ἐστι θὰ κρεμασθῇ ὑπὲρ τὴν ἑστίαν, ἐπὶ πραγμάτων παρερριμμένων καὶ ἀχρήστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 278· οὐδὲ φεψάλυξ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
étincelle de cendre chaude, reste d’un feu mal éteint.
Étymologie: DELG d’une rac. *bhes- souffler.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α
1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα
2. το κάτω πλατύ τμήμα της καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ-ψ-αλος (< φε-φσ-αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα bhs- της ΙΕ ρίζας bhes- «φυσώ» (πρβλ. ψυχή) με εκφραστικό διπλασιασμό φε- και επίθημα -αλος (πρβλ. αἴθαλος, πάσσ-αλος) και μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. bhasman- «τέφρα, στάχτη» (εάν υποτεθεί η ύπαρξη μιας αρχικής σημ. του τ. «μέρος όπου φυσά κανείς για να ξανανάψει τη σβησμένη φωτιά»). Η αναγωγή τόσο του τ. φέψαλος όσο και του αρχ. ινδ. τ. στην ομόηχη ρίζα bhes- «τρίβω θρυμματίζω» (πρβλ. ψήω, ψήχω) δεν θεωρείται πολύ πιθανή. Τέλος, εκτός από τον τ. φέψ-αλος, απαντά επίσης και τ. φέψ-ελος (πρβλ. πτύ-αλον: πτύ-ελον, ὕ-αλος: ὕ-ελος)].