φιλομαθής: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui aime à apprendre, gén. ; <i>abs.</i> qui aime à s’instruire;<br /><i>Sp.</i> φιλομαθέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μανθάνω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui aime à apprendre, gén. ; <i>abs.</i> qui aime à s’instruire;<br /><i>Sp.</i> φιλομαθέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[επιρρεπής]] στα [[πάθη]], στις σαρκικές επιθυμίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>παθής</i>].———————— -ές, ΝΜΑ<br />αυτός που του αρέσει η [[μάθηση]], η [[απόκτηση]] γνώσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλομαθές</i><br />η [[φιλομάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλομαθῶς</i> Μ<br />με [[φιλομάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]], <i>τὸ</i> «[[μάθηση]], [[γνώση]]» <span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρηστο</i>-<i>μαθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A fond of learning, eager after knowledge, Pl.Phd.67b, 82d, al.; ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθής Isoc.1.18: Sup. -έστατος X.Cyr.1.2.1: τὸ φ., = φιλομάθεια, Pl.R.376b, cf. 411d: Adv. -θῶς, ἔχειν Ant.Diog.11. 2 c. gen. rei, eager after, τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων X.An.1.9.5 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1282] ές, das Lernen liebend, gern, eifrig lernend, wißbegierig, gelehrig; Plat. Phaed. 82 d Rep. II, 376 b u. öfter; τὸ φιλομαθές, Wißbegier, IV, 435 e; Isocr. 1, 18; τ ούτων Xen. Cyr. 1, 6,38; adv. φιλομαθῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομᾰθής: -ές, γεν. έος, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, ἀγαπῶν νὰ μανθάνῃ, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 67Β, 82D, κ. ἀλλ.· ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθὴς Ἰσοκρ. 5D· ὑπερθ. φιλομαθέστατος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2. 2· ― τὸ φιλομαθές, = φιλομάθεια, Πλάτ. Πολ. 376Β, 411D· ἐπίρρ. -θῶς, οἱ φιλοπόνως καὶ φιλομαθῶς ἀκούοντες Ψευσοχρυσ. τ. 5. σ. 750Α, Κυρίλλ. Ἱεροσ. Κατηχ. σ. 36, κλπ. ― πρβλ. φιλόλογος ΙΙ. 2. 2) μετὰ γεν. πράγμ., προθύμως ἐπιδιώκων τὸ νὰ μάθῃ τι, Πλάτ. Πολ. 485D, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime à apprendre, gén. ; abs. qui aime à s’instruire;
Sp. φιλομαθέστατος.
Étymologie: φίλος, μανθάνω.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ-παθής].———————— -ές, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων
αρχ.
1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλομαθές
η φιλομάθεια.
επίρρ...
φιλομαθῶς Μ
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαθής (< μάθος, τὸ «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο-μαθής].