-αλέος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>Γλωσσ.</b><br />[[κατάληξη]] επιθέτων της αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά [[κείμενα]] και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 [[περίπου]] επίθετα σε -<i>αλέος</i>. Η [[κατάληξη]] δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η δε [[παρουσία]] της στην [[κοινή]] οφείλεται σε [[επίδραση]] της ιωνικής διαλέκτου, όπου και πρωτοεμφανίστηκε. Από τη [[χρήση]] τών επιθέτων σε -<i>αλέος</i> γίνεται φανερό ότι αρχικά η [[κατάληξη]] εξυπηρετούσε [[κυρίως]] μετρικούς σκοπούς<br />[[πρέπει]] να αποτελεί δε επαυξημένη [[μορφή]] της καταλήξεως -<i>αλος</i>. Η [[κατάληξη]] -<i>αλέος</i> στην Αρχαία σήμαινε κανονικά «αυτόν που έχει [[κάτι]]». Τέτοια επίθετα από τα αρχαία Ελληνικά [[είναι]] τα [[αὐσταλέος]], [[αὐχαλέος]], [[αὐχμαλέος]], [[δειμαλέος]], [[διψαλέος]], <i>ἐψαλέος</i>, [[θαρσαλέος]], [[ἰσχαλέος]], [[ὀπταλέος]], [[ὀτραλέος]], [[ῥιμφαλέος]], [[ὠκαλέος]] κ.ά. Η [[κατάληξη]] -<i>αλέος</i> απαντά [[επίσης]] και σε περιορισμένο αριθμό επιθέτων της Ν. Ελληνικής με υποτιμητική [[συνήθως]] [[σημασία]] (ως λ.χ. η κατάλ. -<i>ιάρης</i>). Πρβλ. [[γεραλέος]], [[πειναλέος]], [[ψωραλέος]], [[νυσταλέος]], <i>κραυγαλέος</i> κ.ά. Εν τούτοις η κατάλ. διατηρεί και στη Ν. Ελληνική την αρχική της [[σημασία]], δηλώνοντας σε ορισμένα επίθετα «αυτόν που έχει [[κάτι]], που χαρακτηρίζεται από ορισμένη [[ιδιότητα]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[φρικαλέος]], [[ρωμαλέος]], [[θαρραλέος]], [[λυσσαλέος]], [[φευγαλέος]] κ.ά.
|mltxt=<b>Γλωσσ.</b><br />[[κατάληξη]] επιθέτων της αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά [[κείμενα]] και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 [[περίπου]] επίθετα σε -<i>αλέος</i>. Η [[κατάληξη]] δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η δε [[παρουσία]] της στην [[κοινή]] οφείλεται σε [[επίδραση]] της ιωνικής διαλέκτου, όπου και πρωτοεμφανίστηκε. Από τη [[χρήση]] τών επιθέτων σε -<i>αλέος</i> γίνεται φανερό ότι αρχικά η [[κατάληξη]] εξυπηρετούσε [[κυρίως]] μετρικούς σκοπούς<br />[[πρέπει]] να αποτελεί δε επαυξημένη [[μορφή]] της καταλήξεως -<i>αλος</i>. Η [[κατάληξη]] -<i>αλέος</i> στην Αρχαία σήμαινε κανονικά «αυτόν που έχει [[κάτι]]». Τέτοια επίθετα από τα αρχαία Ελληνικά [[είναι]] τα [[αὐσταλέος]], [[αὐχαλέος]], [[αὐχμαλέος]], [[δειμαλέος]], [[διψαλέος]], <i>ἐψαλέος</i>, [[θαρσαλέος]], [[ἰσχαλέος]], [[ὀπταλέος]], [[ὀτραλέος]], [[ῥιμφαλέος]], [[ὠκαλέος]] κ.ά. Η [[κατάληξη]] -<i>αλέος</i> απαντά [[επίσης]] και σε περιορισμένο αριθμό επιθέτων της Ν. Ελληνικής με υποτιμητική [[συνήθως]] [[σημασία]] (ως λ.χ. η κατάλ. -<i>ιάρης</i>). Πρβλ. [[γεραλέος]], [[πειναλέος]], [[ψωραλέος]], [[νυσταλέος]], <i>κραυγαλέος</i> κ.ά. Εν τούτοις η κατάλ. διατηρεί και στη Ν. Ελληνική την αρχική της [[σημασία]], δηλώνοντας σε ορισμένα επίθετα «αυτόν που έχει [[κάτι]], που χαρακτηρίζεται από ορισμένη [[ιδιότητα]]», πρβλ. [[φρικαλέος]], [[ρωμαλέος]], [[θαρραλέος]], [[λυσσαλέος]], [[φευγαλέος]] κ.ά.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 19 December 2018

Greek Monolingual

Γλωσσ.
κατάληξη επιθέτων της αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε -αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η δε παρουσία της στην κοινή οφείλεται σε επίδραση της ιωνικής διαλέκτου, όπου και πρωτοεμφανίστηκε. Από τη χρήση τών επιθέτων σε -αλέος γίνεται φανερό ότι αρχικά η κατάληξη εξυπηρετούσε κυρίως μετρικούς σκοπούς
πρέπει να αποτελεί δε επαυξημένη μορφή της καταλήξεως -αλος. Η κατάληξη -αλέος στην Αρχαία σήμαινε κανονικά «αυτόν που έχει κάτι». Τέτοια επίθετα από τα αρχαία Ελληνικά είναι τα αὐσταλέος, αὐχαλέος, αὐχμαλέος, δειμαλέος, διψαλέος, ἐψαλέος, θαρσαλέος, ἰσχαλέος, ὀπταλέος, ὀτραλέος, ῥιμφαλέος, ὠκαλέος κ.ά. Η κατάληξη -αλέος απαντά επίσης και σε περιορισμένο αριθμό επιθέτων της Ν. Ελληνικής με υποτιμητική συνήθως σημασία (ως λ.χ. η κατάλ. -ιάρης). Πρβλ. γεραλέος, πειναλέος, ψωραλέος, νυσταλέος, κραυγαλέος κ.ά. Εν τούτοις η κατάλ. διατηρεί και στη Ν. Ελληνική την αρχική της σημασία, δηλώνοντας σε ορισμένα επίθετα «αυτόν που έχει κάτι, που χαρακτηρίζεται από ορισμένη ιδιότητα», πρβλ. φρικαλέος, ρωμαλέος, θαρραλέος, λυσσαλέος, φευγαλέος κ.ά.