αθρεψία: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Μ ἀθρεψία)<br />[[έλλειψη]] κανονικής θρέψης, [[ελλιπής]] [[θρέψη]], [[ατροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θρέψις]]<br />ο όρος [[αθρεψία]] ( | |mltxt=η (Μ ἀθρεψία)<br />[[έλλειψη]] κανονικής θρέψης, [[ελλιπής]] [[θρέψη]], [[ατροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θρέψις]]<br />ο όρος [[αθρεψία]] (πρβλ. γαλλ. <i>athrepsie</i>) εισήχθη από τον Pavvot το 1874 και στην ιατρική [[ορολογία]], για να δηλώσει μια γενικότερη [[μορφή]] δυστροφίας, που παρατηρείται σε βρέφη που πάσχουν από οξείες πεπτικές διαταραχές.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθρεψικός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 23 December 2018
Greek Monolingual
η (Μ ἀθρεψία)
έλλειψη κανονικής θρέψης, ελλιπής θρέψη, ατροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θρέψις
ο όρος αθρεψία (πρβλ. γαλλ. athrepsie) εισήχθη από τον Pavvot το 1874 και στην ιατρική ορολογία, για να δηλώσει μια γενικότερη μορφή δυστροφίας, που παρατηρείται σε βρέφη που πάσχουν από οξείες πεπτικές διαταραχές.
ΠΑΡ. αθρεψικός].