αλέξω: Difference between revisions
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
(2) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλέξω]] (και σπάνια [[ἀλέκω]]) (Α)<br />Ι <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[αποτρέπω]], [[αποσοβώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[υπερασπίζω]]<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[βοήθεια]]<br />ΙΙ <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αμύνομαι]]<br /><b>2.</b> [[ανταμείβω]], [[ανταποδίδω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ρήμα]] [[ἀλέξω]] συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλεκ</i>-<i>σ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>∂</i><sub>2</sub><i>l</i>-<i>ek</i>-<br />το -<i>σ</i>- πιθ. εφετικό), η οποία [[είναι]] [[συγγενής]] με τη μονοσύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλκ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>∂</i><sub>2</sub><i>el</i>-<i>ek</i>-·), <b>βλ.</b> [[ἄλαλκε]]. Το [[ρήμα]] [[ἀλέξω]] [[είναι]] συγγενές με το σανσκρ. <i>raksati</i> «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]». Αντίθετα δεν μπορεί να υποστηριχθεί με [[βεβαιότητα]] ότι η μονοσύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλκ</i>- απαντά και σε [[άλλη]] [[γλώσσα]]<br />πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το αγγλοσαξον. <i>ealgian</i> «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]». Σε αρκετά παράγωγα του ρ. [[ἀλέξω]] ( | |mltxt=[[ἀλέξω]] (και σπάνια [[ἀλέκω]]) (Α)<br />Ι <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[αποτρέπω]], [[αποσοβώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[υπερασπίζω]]<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[βοήθεια]]<br />ΙΙ <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αμύνομαι]]<br /><b>2.</b> [[ανταμείβω]], [[ανταποδίδω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ρήμα]] [[ἀλέξω]] συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλεκ</i>-<i>σ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>∂</i><sub>2</sub><i>l</i>-<i>ek</i>-<br />το -<i>σ</i>- πιθ. εφετικό), η οποία [[είναι]] [[συγγενής]] με τη μονοσύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλκ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>∂</i><sub>2</sub><i>el</i>-<i>ek</i>-·), <b>βλ.</b> [[ἄλαλκε]]. Το [[ρήμα]] [[ἀλέξω]] [[είναι]] συγγενές με το σανσκρ. <i>raksati</i> «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]». Αντίθετα δεν μπορεί να υποστηριχθεί με [[βεβαιότητα]] ότι η μονοσύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλκ</i>- απαντά και σε [[άλλη]] [[γλώσσα]]<br />πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το αγγλοσαξον. <i>ealgian</i> «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]». Σε αρκετά παράγωγα του ρ. [[ἀλέξω]] (πρβλ. [[ἀλέξησις]], [[ἀλέξημα]], [[ἀλεξητήρ]]) απαντά επαυξημένη [[μορφή]] της δισύλλαβης ρηματικής ρίζας. Εξάλλου το ρ. εν συνθέσει απαντά ως <i>ἀλεξι</i>-, ακολουθώντας την [[κατηγορία]] τών αρχαίων ρηματικών α' συνθετικών σε -(<i>σ</i>)<i>ι</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλέξημα]], [[ἀλέξησις]], [[ἀλεξητήρ]], [[ἀλεξήτωρ]], [[ἀλέξιμον]], [[ἄλεξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Βλ. <i>ἀλεξι</i>-]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α)
Ι ενεργ.
1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ
2. βοηθώ, υπερασπίζω
3. προσφέρω βοήθεια
ΙΙ μέσ.
1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι
2. ανταμείβω, ανταποδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη ρίζα ἀλεκ-σ- (< ΙΕ ∂2l-ek-
το -σ- πιθ. εφετικό), η οποία είναι συγγενής με τη μονοσύλλαβη ρίζα ἀλκ- (< ΙΕ ∂2el-ek-·), βλ. ἄλαλκε. Το ρήμα ἀλέξω είναι συγγενές με το σανσκρ. raksati «προστατεύω, υπερασπίζω». Αντίθετα δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι η μονοσύλλαβη ρίζα ἀλκ- απαντά και σε άλλη γλώσσα
πιθ. να έχει κάποια σχέση με το αγγλοσαξον. ealgian «προστατεύω, υπερασπίζω». Σε αρκετά παράγωγα του ρ. ἀλέξω (πρβλ. ἀλέξησις, ἀλέξημα, ἀλεξητήρ) απαντά επαυξημένη μορφή της δισύλλαβης ρηματικής ρίζας. Εξάλλου το ρ. εν συνθέσει απαντά ως ἀλεξι-, ακολουθώντας την κατηγορία τών αρχαίων ρηματικών α' συνθετικών σε -(σ)ι-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήρ, ἀλεξήτωρ, ἀλέξιμον, ἄλεξις.
ΣΥΝΘ. Βλ. ἀλεξι-].