αἴγειρος: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(Autenrieth) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[black]] [[poplar]]; as [[tree]] in the [[lower]] [[world]], Od. 10.510. | |auten=[[black]] [[poplar]]; as [[tree]] in the [[lower]] [[world]], Od. 10.510. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἴγειρος:''' ἡ, υψηλή [[λεύκα]] (ενν. [[λεύκη]]), σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A black poplar, Populus nigra, μακεδνή, μακρή, Od.7.106, 10.510, cf. Il.4.482, S.Fr.23, etc.; αἴ. ύδατοτρεφέες Od.17.208, cf. 9.141, 5.64,239, E.Hipp.210 (lyr); named among ἄκαρπα in Arist.Mu. 401a4; καρποφόρος Mir.835b2: prov., αἰγείρου θέα, of a seat in the theatre which had no view of the stage, Cratin.339.
Greek (Liddell-Scott)
αἴγειρος: ἡ, ὑψηλὴ λεύκη, Τουρκ. «καβάκι» πρβλ. λεύκη· μακεδνή, μακρή, Ὀδ. Η. 106, Κ. 510· πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 24· αἴγ. ὑδατοτρεφέες, Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Ι. 140., Ε. 64. 70. Εὐρ. Ἱππ. 211 (λυρ.), ἔχουσα λεῖον φλοιὸν καὶ φύλλωμα πρὸ πάντων εἰς τὴν κορυφήν, Ἰλ. Δ. 482· μὲ τρέμοντα φύλλα, Ὀδ. Η. 106. Ὁ Ἀριστ. ἐγνώριζεν ὅτι τὸ δένδρον ἦτο δίοικον· αἴγ. ἄκαρπος, (Κόσμ. 6. 37· πρβλ. περὶ Γεν. Ζ. 1. 18, 60), καὶ καρποφόρος, (Θαυμ. ἀκ. 69): - ὡς δένδρον τοῦ κάτω κόσμου, Ὀδ. Κ. 510.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
peuplier noir, arbre.
Étymologie: p. *αἴγερjος, du th. αἰγ- avec idée d’« agitation », cf. αἶγες « les vagues ».
English (Autenrieth)
black poplar; as tree in the lower world, Od. 10.510.
Greek Monotonic
αἴγειρος: ἡ, υψηλή λεύκα (ενν. λεύκη), σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).