ἁλιεία: Difference between revisions
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἁλιεία]])<br /><b>1.</b> η [[άγρα]] ιχθύων, το [[ψάρεμα]]<br /><b>2.</b> η αλιευτική [[τέχνη]], ψαρική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναζήτηση]], [[άγρα]], [[περισυλλογή]] θαλασσινών ειδών<br /><b>2.</b> <b>(Νομ.)</b> α) το απεριόριστο και ελεύθερο [[ψάρεμα]] σε ανοιχτές θάλασσες, ακτές, [[καθώς]] και σε [[γλυκά]] και υφάλμυρα νερά<br />β) το αποκλειστικό [[δικαίωμα]] τών υπηκόων ενός κράτους να ψαρεύουν ελεύθερα [[μέσα]] στα χωρικά ύδατα του κράτους τους, τηρώντας τους σχετικούς νόμους και διατάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσ. [[ἁλιεύς]] ή ρ. [[ἁλιεύω]]. | |mltxt=η (Α [[ἁλιεία]])<br /><b>1.</b> η [[άγρα]] ιχθύων, το [[ψάρεμα]]<br /><b>2.</b> η αλιευτική [[τέχνη]], ψαρική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναζήτηση]], [[άγρα]], [[περισυλλογή]] θαλασσινών ειδών<br /><b>2.</b> <b>(Νομ.)</b> α) το απεριόριστο και ελεύθερο [[ψάρεμα]] σε ανοιχτές θάλασσες, ακτές, [[καθώς]] και σε [[γλυκά]] και υφάλμυρα νερά<br />β) το αποκλειστικό [[δικαίωμα]] τών υπηκόων ενός κράτους να ψαρεύουν ελεύθερα [[μέσα]] στα χωρικά ύδατα του κράτους τους, τηρώντας τους σχετικούς νόμους και διατάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσ. [[ἁλιεύς]] ή ρ. [[ἁλιεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁλιεία:''' ἡ ([[ἁλιεύω]]), [[αλίευση]], [[ψάρεμα]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fishing, Arist.Pol.1256a36, Oec.1346b20, Str.11.2.4 (pl.); later ἁλεία (q.v.).
German (Pape)
[Seite 96] ἡ, Fischfang, Arist. Pol. 1, 8; Plut. Timol. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιεία: ἡ, (ἁλιεύς) τὸ ἁλιεύειν, ἡ ἁλιευτικὴ τέχνη. Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 7, Οἰκ. 2. 4, 2, Στράβων, κτλ.· πρβλ. ἁλεία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pêche.
Étymologie: ἁλιεύς.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): tard. ἁλεία Peripl.M.Rubri 15, Hdn.3.1.5, Gr.Nyss.Hom.in Cant.167.2, Gr.Naz.M.37.720; ἁλία Thdr.Heracl.Io.422.5; ἁλίη Gr.Naz.M.38.11
• Prosodia: [ᾰ-]
1 pesca Arist.Pol.1256a36, Oec.1346b20, Peripl.M.Rubri 15, Artem.1.10, 2.14, Hdn.l.c., Plu.Tim.20, Ael.NA 14.20, Thdr.Heracl.l.c.
•fig. de la pesca de hombres πῶς ἁλιῆα εἴρυσεν ἀνθ' ἁλίης δίκτυον Gr.Naz.M.38.11, Gr.Nyss.l.c.
2 plu. banco de pesca Str.11.2.4.
Greek Monolingual
η (Α ἁλιεία)
1. η άγρα ιχθύων, το ψάρεμα
2. η αλιευτική τέχνη, ψαρική
νεοελλ.
1. αναζήτηση, άγρα, περισυλλογή θαλασσινών ειδών
2. (Νομ.) α) το απεριόριστο και ελεύθερο ψάρεμα σε ανοιχτές θάλασσες, ακτές, καθώς και σε γλυκά και υφάλμυρα νερά
β) το αποκλειστικό δικαίωμα τών υπηκόων ενός κράτους να ψαρεύουν ελεύθερα μέσα στα χωρικά ύδατα του κράτους τους, τηρώντας τους σχετικούς νόμους και διατάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἁλιεύς ή ρ. ἁλιεύω.