ἀμυγδάλινος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμυγδάλινος]], -η, -ον) [[ἀμυγδάλη]]<br />αυτός που περιέχει [[αμύγδαλο]] ή προέρχεται από αυτό.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμυγδάλινος]], -η, -ον) [[ἀμυγδάλη]]<br />αυτός που περιέχει [[αμύγδαλο]] ή προέρχεται από αυτό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμυγδάλινος:''' -η, -ον, [[αμυγδαλωτός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυγδᾰλινος Medium diacritics: ἀμυγδάλινος Low diacritics: αμυγδάλινος Capitals: ΑΜΥΓΔΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: amygdálinos Transliteration B: amygdalinos Transliteration C: amygdalinos Beta Code: a)mugda/linos

English (LSJ)

η, ον,

   A of almonds, χρῖμα X.An.4.4.13; ἔλαιον Thphr.Od.14.

German (Pape)

[Seite 130] , von Mandeln ἔλαιον Xen. An. 4, 4, 13; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγδάλινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀμυγδάλων, χρῖσμα Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’amande.
Étymologie: ἀμυγδάλη.

Spanish (DGE)

-η, -ον
1 de almendro ῥάβδος Sm.Ge.30.37
injertado de almendro (ciruelas) Plin.HN 15.42.
2 de almendras χρῖμα X.An.4.4.13, ἔλαιον Thphr.Od.4.14, Dsc.1.33, Plin.HN 23.85, cf. PLond.928.14 (III a.C.), Antyll. en Orib.10.13.21.
3 de forma de almendra, PGiss.30.5 (II a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμυγδάλινος, -η, -ον) ἀμυγδάλη
αυτός που περιέχει αμύγδαλο ή προέρχεται από αυτό.

Greek Monotonic

ἀμυγδάλινος: -η, -ον, αμυγδαλωτός, σε Ξεν.