ἀνανδρία: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνανδρία]] και -εία)<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] ανδρείας, γενναιότητας, [[δειλία]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] ανδρισμού, θάρρους<br /><b>νεοελλ.</b><br />άνανδρη, δειλή [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για ευνούχους) [[έλλειψη]] ανδρότητας, [[φυσική]] [[αδυναμία]] ως [[προς]] τα γενετήσια, [[ανικανότητα]]<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[έλλειψη]] ανδρός, συζύγου, [[αγαμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἀνανδρία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄνανδρος]], ενώ ο τ. [[ἀνανδρεία]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀνδρεία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀνδρεῖος]].
|mltxt=η (Α [[ἀνανδρία]] και -εία)<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] ανδρείας, γενναιότητας, [[δειλία]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] ανδρισμού, θάρρους<br /><b>νεοελλ.</b><br />άνανδρη, δειλή [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για ευνούχους) [[έλλειψη]] ανδρότητας, [[φυσική]] [[αδυναμία]] ως [[προς]] τα γενετήσια, [[ανικανότητα]]<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[έλλειψη]] ανδρός, συζύγου, [[αγαμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἀνανδρία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄνανδρος]], ενώ ο τ. [[ἀνανδρεία]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀνδρεία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀνδρεῖος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνανδρία:''' ἡ, [[έλλειψη]] ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δειλία]], [[ανανδρία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανδρία Medium diacritics: ἀνανδρία Low diacritics: ανανδρία Capitals: ΑΝΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: anandría Transliteration B: anandria Transliteration C: anandria Beta Code: a)nandri/a

English (LSJ)

(in codd. sts. wrongly -εία, and in later Ion. -ηΐη), ἡ,

   A want of manhood, Hp.Aër.16, E.Med.466, Pl.Phdr.254c, etc.; of eunuchs, Luc.Syr.D.26.    2 unmanliness, cowardice, A.Pers.755, E. Or.1031, Th.1.83, And.1.56, etc.; ἀνανδρίᾳ χερῶν E.Supp.314.    II unmarried womanhood, Plu.2.302f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανδρία: (ἐν τοῖς χειρογρ. ἐνίοτε ἐσφαλμ. -εία καὶ Ἰων. -ηΐη) ἡ, ἔλλειψις ἀνδρότητος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Εὐρ. Μήδ. 466, Πλάτ., κτλ. 2) ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνάνδρου, δειλία, Αἰσχύλ. Πέρσ. 755, Εὐρ. Ὀρ. 1031, Θουκ. 1. 82, Ἀνδοκ. 8. 22, κτλ.· ἀνανδρίᾳ χερῶν Εὐρ. Ἱκ. 314. ΙΙ. ἡ κατάστασις τῆς ἀνυπάνδρου γυναικός, αἱ δὲ ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμων Πλούτ. 2. 302F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque de virilité ; mollesse, lâcheté;
2 célibat des femmes.
Étymologie: ἄνανδρος.

Spanish (DGE)

-ας

• Alolema(s): jón. -ηΐη Luc.Syr.D.26
I ref. a hombres
1 falta de virilidad, impotencia Hp.Aër.16, 22, de eunucos, Luc.Syr.D.26.
2 falta de hombría, pusilanimidad, cobardía ἀναδρίας ὕπο ἔνδον αἰχμάζειν A.Pers.755, ὦ παγκάκιστε, τοῦτο γάρ σ' εἰπεῖν ἔχω, γλώσσῃ μέγιστον εἰς ἀνανδρίαν κακόν canalla, pues no encuentro en mi lengua mayor insulto para tu cobardía E.Med.466, ἀνανδρία γὰρ τοῦτό γε eso es cobardía, Com.Adesp.254.31Au., εἰς τοῦτ' ἀνανδρίας καὶ πονηρίας ἧλθον Isoc.14.28, αἰσχύνη καὶ ἀνανδρία καὶ πάντα τὰ αἴσχιστα D.4.42, δειλίᾳ τε καὶ ἀνανδρίᾳ λιπόντε τὴν τάξιν Pl.Phdr.254c, cf. R.560d, E.Or.1031, And.Myst.56, Arist.Rh.1384a20, D.19.218, Plb.3.6.12, D.C.46.34.2.
II ref. a mujeres soltería αἱ δ' ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμων Plu.2.302f.

Greek Monolingual

η (Α ἀνανδρία και -εία)
1. έλλειψη ανδρείας, γενναιότητας, δειλία
2. έλλειψη ανδρισμού, θάρρους
νεοελλ.
άνανδρη, δειλή συμπεριφορά
αρχ.
1. (κυρίως για ευνούχους) έλλειψη ανδρότητας, φυσική αδυναμία ως προς τα γενετήσια, ανικανότητα
2. (για γυναίκες) έλλειψη ανδρός, συζύγου, αγαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀνανδρία < ἄνανδρος, ενώ ο τ. ἀνανδρεία < ἀν- στερ. + ἀνδρεία < ἀνδρεῖος.

Greek Monotonic

ἀνανδρία: ἡ, έλλειψη ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
2. δειλία, ανανδρία, σε Αισχύλ. κ.λπ.