δαιτυμών: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιτυμών]] (-όνος), ο (AM)<br />όποιος παρακάθεται σε [[γεύμα]], ο [[ομοτράπεζος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πνευματική [[τροφή]]) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει [[κάτι]] («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος φέρνει [[μαζί]] του σε κοινό [[γεύμα]] το δικό του [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> ο τρεφόμενος με [[κάτι]], αυτός που τρώγει [[κάτι]] (για τον Κύκλωπα), «τοῡ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιτύς]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>μων</i>].
|mltxt=[[δαιτυμών]] (-όνος), ο (AM)<br />όποιος παρακάθεται σε [[γεύμα]], ο [[ομοτράπεζος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πνευματική [[τροφή]]) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει [[κάτι]] («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος φέρνει [[μαζί]] του σε κοινό [[γεύμα]] το δικό του [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> ο τρεφόμενος με [[κάτι]], αυτός που τρώγει [[κάτι]] (για τον Κύκλωπα), «τοῡ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιτύς]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>μων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαιτῠμών:''' -όνος, ὁ ([[δαίς]]), αυτός που ψυχαγωγείται, προσκεκλημένος [[επισκέπτης]], συνδαιτημόνας, [[ομοτράπεζος]], στον πληθ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· στον ενικ., σε Πλάτ.· ὁ [[ξένων]] [[δαιτυμών]], αυτός που τρέφεται από τη [[σάρκα]] των [[ξένων]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:19, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιτῠμών Medium diacritics: δαιτυμών Low diacritics: δαιτυμών Capitals: ΔΑΙΤΥΜΩΝ
Transliteration A: daitymṓn Transliteration B: daitymōn Transliteration C: daitymon Beta Code: daitumw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ, (δαίς)

   A one that is entertained, guest, (but in Od.4.621 of those who bring each his portion) Hom. only in pl., Od.7.102, 148, al, cf. Hdt. 1.73, etc.: in sg., Pl.R.345c, Arist.Pol.1282a22.

German (Pape)

[Seite 516] όνος, ὁ, der Schmausende, der Tischgenosse, der Gast; ἀνδρῶν δαιτυμόνων Hom. Odyss. 15, 467, ἀνδράσι δαιτυμόνεσσιν 22, 12; ohne ἀνήρ Odyss. 7, 102. 148. 8, 66. 473. 9, 7. 17, 605. In der unächten Stelle Odyss. 4, 621 nahmen Einige δαιτυμόνες = Köche, s. Scholl. und vgl. Wolf. Prolegg. p. 131 Spohn De extrema parte Odyss. p. 9 Nitzsch Anm. zu der Stelle. – Her. 1, 73. 119, öfter; Eur. Cycl. 605; comici; Plat. Rep. I, 345 c u. Sp., wie Luc. Parasit. 10; Sp. Dichter auch von Thieren, s. Lehrs Aristarch. p. 165.

Greek (Liddell-Scott)

δαιτῠμών: -όνος, ὁ, (δαὶς) ὁ ἑστιώμενος, ὁ εἰς τράπεζαν προσκεκλημένος καὶ ξενιζόμενος, Ὅμ. μόνον κατὰ πληθ., Ὀδ. Η. 102, 148, κτλ.· οὕτως Ἡρόδ. 1. 73, κτλ.· - ἐν Ὀδ. Δ. 620 οἱ δαιτυμόνες εἰσὶν ἐρανισταί, ἤτοι σύνδειπνοι φέροντες ἕκαστος τὸ ἑαυτοῦ μερίδιον, ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ· ὁ Wolf, Προλεγ. σ. CXXXI, θεωρεῖ τοὺς στίχους 621-624 ὡς παρεμβλήτους· - καθ’ ἑνικ., Πλάτ. Πολιτ. 345C, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 14· τοῦ ξένων δαιτυμόνος, τοῦ τρεφομένου ἐκ τῶν (σαρκῶν τῶν) ξένων, Εὐρ. Κύκλ. 610.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
hôte invité à un repas.
Étymologie: δαιτύς.

Greek Monolingual

δαιτυμών (-όνος), ο (AM)
όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος
μσν.
(για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς»)
αρχ.
1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό
2. ο τρεφόμενος με κάτι, αυτός που τρώγει κάτι (για τον Κύκλωπα), «τοῡ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιτύς + (επίθημα) -μων].

Greek Monotonic

δαιτῠμών: -όνος, ὁ (δαίς), αυτός που ψυχαγωγείται, προσκεκλημένος επισκέπτης, συνδαιτημόνας, ομοτράπεζος, στον πληθ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· στον ενικ., σε Πλάτ.· ὁ ξένων δαιτυμών, αυτός που τρέφεται από τη σάρκα των ξένων, σε Ευρ.