ἀποφράς: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀποφράς]]) [[φράζω]]<br />(για ημέρες) αυτή που δεν θα ήθελε [[κανείς]] [[ούτε]] να αναφέρει, δυσοίωνη, απαίσια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>ὁ [[ἀποφράς]]<br />[[ασεβής]], [[κακός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀποφράδες πύλαι» — πύλες στη [[Ρώμη]] από τις οποίες περνούσαν οι μελλοθάνατοι. | |mltxt=η (AM [[ἀποφράς]]) [[φράζω]]<br />(για ημέρες) αυτή που δεν θα ήθελε [[κανείς]] [[ούτε]] να αναφέρει, δυσοίωνη, απαίσια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>ὁ [[ἀποφράς]]<br />[[ασεβής]], [[κακός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀποφράδες πύλαι» — πύλες στη [[Ρώμη]] από τις οποίες περνούσαν οι μελλοθάνατοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποφράς:''' -[[άδος]], ἡ ([[φράζω]]), αυτή που δεν πρέπει να αναφέρεται, δυσοίωνη, κακή· <i>ἀποφράδες ἡμέραι</i>, Λατ. [[dies]] nefasti, οι ημέρες κατά τις οποίες παύει [[κάθε]] [[δραστηριότητα]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 30 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ, ( φράζω)
A not to be mentioned, unlucky; ἀ. ἡμέραι, opp. καθαραὶ ἡμ., Pl.Lg.800d, cf. Lys.Fr.43.2, Plu.Alc.34, Luc.Pseudol. 12; ἀ. πύλαι at Rome, = portae nefastae, Plu.2.518b. II rarely as masc. Adj., impious, wicked, ἄνθρωπος Eup.309; βίος Luc.Pseudol.32.
German (Pape)
[Seite 335] άδος, ἡ, ἡμέρα, dies nefastus, ein unglücklicher Tag, an dem keine Volksversammlung und kein Gericht gehalten wurde, B. A. 5 καθ' ἃς ἀπηγόρευτό τι πράττειν, vgl. Luc. Pseudol.; Plut. Cam. 19; ἀποφράδες πύλαι, das Thor in Rom, durch welches die Verurtheilten abgeführt wurden, Plut. de curios. 6; Eupol. bei B. A. u. A. auch ἄνθρωπος, τὸν οἷον ἀπαίσιον καὶ ἔξεδρον καὶ ἐπάρατον; βίος Luc. Pseudol. 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφράς: -άδος, ἡ, (φράζω) δυσοίωνος, κακή, Λατ. infanduw, nefandus, ἀποφράδες ἡμέραι, Λατ. dies nefasti, «ὅταν μήτε αἱ ἀρχαὶ χρηματίζωσι, μήτε εἰσαγώγιμοι αἱ δίκαι ὦσι. μήτε τὰ ἱερὰ ἱερουργῆται, μηθ’ ὅλως τι τῶν αἰσίων τελῆται» Λουκ. Ψευδ. 12 (;)· καθαραὶ ἡμέραι Πλάτ. Νόμ. 800D· Λυσίας Ἀποσπ. 31, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρβλ. Att. Process σ. 152, Λοβ. Ἀγλαοφ. σ. 431: - ἀποφράδες πύλαι, αἱ πύλαι ἐν Ρώμῃ, δι’ ὧν ἀπήγοντο εἰς θάνατον οἱ κατάδικοι, Πλουτ. 2. 518 Β. ΙΙ. σπανίως ὡς ἀρσ. ἐπίθ., ἀσεβής, μοχθηρός, ἄνθρωπος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22· βίος Λουκ. Ψευδολ. 32· ἀπ. ἐνιαυτοὶ Συνέσ. 150 C.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
dont il ne faut pas parler (cf. lat. nefandus, infandus) ; maudit, néfaste ; ἀποφράδες πύλαι la porte maudite, par où les condamnés à mort étaient conduits au supplice.
Étymologie: ἀπό, φράζω.
Spanish (DGE)
-άδος
1 innombrable, nefasto ἡμέραι op. καθαραί Pl.Lg.800d, Lys.Fr.5.2, Plu.Alc.34, Cam.19, 2.203a, Moer.49, Luc.Pseudol. tít. y passim, Arr.Byth.37, D.C.71.34.2, Ph.2.330, Poll.8.141
•ἀποφράδας· κακάς. παρατηρησίμους Hsch.
•aplicado a βίος por efecto cóm. vida nefasta Luc.Pseudol.32, πύλαι en Roma portae nefastae Plu.2.518b.
2 impío, nefasto ἄνθρωπος Eup.332.
• Etimología: Prob. deriv. inverso de ἀπό y φράζω, q.u.
Greek Monolingual
η (AM ἀποφράς) φράζω
(για ημέρες) αυτή που δεν θα ήθελε κανείς ούτε να αναφέρει, δυσοίωνη, απαίσια
αρχ.
1. ὁ ἀποφράς
ασεβής, κακός
2. φρ. «ἀποφράδες πύλαι» — πύλες στη Ρώμη από τις οποίες περνούσαν οι μελλοθάνατοι.
Greek Monotonic
ἀποφράς: -άδος, ἡ (φράζω), αυτή που δεν πρέπει να αναφέρεται, δυσοίωνη, κακή· ἀποφράδες ἡμέραι, Λατ. dies nefasti, οι ημέρες κατά τις οποίες παύει κάθε δραστηριότητα, σε Πλάτ.