διακώλυσις: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(big3_11) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[oposición]], [[impedimento]] τῶν ἀναιρέσεων Pl.<i>R</i>.469e, λόγων ἢ πράξεων Anaximen.<i>Rh</i>.1421<sup>b</sup>22. | |dgtxt=-εως, ἡ<br />[[oposición]], [[impedimento]] τῶν ἀναιρέσεων Pl.<i>R</i>.469e, λόγων ἢ πράξεων Anaximen.<i>Rh</i>.1421<sup>b</sup>22. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διακώλῡσις:''' -εως, ἡ, [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]], [[παρεμπόδιση]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hindering, preventing, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Id.R.469e; ἀπὸ προαιρέσεων Arist.Rh.Al.1421b22.
German (Pape)
[Seite 585] ἡ, Verhinderung, Plat. Rep. V, 469 e; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακώλῡσις: -εως, ἡ, ἐμπόδιον, παρεμπόδισις, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Πλάτ. Πολ. 169Ε· τῶν προαιρέσεων Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’empêcher.
Étymologie: διακωλύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
oposición, impedimento τῶν ἀναιρέσεων Pl.R.469e, λόγων ἢ πράξεων Anaximen.Rh.1421b22.
Greek Monotonic
διακώλῡσις: -εως, ἡ, εμπόδιο, κώλυμα, παρεμπόδιση, σε Πλάτ.