εὐομολόγητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐομολόγητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παραδεχθεί εύκολα, ο [[αδιαμφισβήτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομολογώ]]].
|mltxt=[[εὐομολόγητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παραδεχθεί εύκολα, ο [[αδιαμφισβήτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομολογώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐομολόγητος:''' -ον, αυτό που εύκολα ομολογείται, [[αδιαμφισβήτητος]], [[αναμφισβήτητος]], [[αδιαφιλονίκητος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐομολόγητος Medium diacritics: εὐομολόγητος Low diacritics: ευομολόγητος Capitals: ΕΥΟΜΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euomológētos Transliteration B: euomologētos Transliteration C: evomologitos Beta Code: eu)omolo/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to concede, indisputable, Pl.R.527b.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht zuzugeben, einleuchtend, Plat. Rep. VII, 527 b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐομολόγητος: -ον, εὐκόλως ὁμολογούμενος, ἀναμφήριστος, Πλάτ. Πολ. 527Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on convient facilement, indiscutable.
Étymologie: εὖ, ὁμολογέω.

Greek Monolingual

εὐομολόγητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραδεχθεί εύκολα, ο αδιαμφισβήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομολογώ].

Greek Monotonic

εὐομολόγητος: -ον, αυτό που εύκολα ομολογείται, αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος, σε Πλάτ.