ἐπεκδιδάσκω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεκδιδάσκω]] (Α)<br />[[επεξηγώ]]. | |mltxt=[[ἐπεκδιδάσκω]] (Α)<br />[[επεξηγώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπεκδῐδάσκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[αποσαφηνίζω]], [[διασαφηνίζω]] ή [[επεξηγώ]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A teach or explain besides, τι Pl.Prt.328e; ὡς . . Id.Euthphr.7a; ὅπως . . Plu.Sol.25; ὁ -διδάσκων λόγος Plb.15.35.7:—Pass., Gal.Libr.Propr. 1.
German (Pape)
[Seite 913] (s. διδάσκω), noch dazu, ferner belehren; Plat. Euthyphr. 7 a Prot. 328 e; ὁ ἐπεκδιδάσκων λόγος Pol. 15, 35, 7; ὅπως Plut. Sol. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκδῐδάσκω: ἐπεξηγοῦμαι, σαφηνίζω, Πλάτ. Πρωτ. 328Ε, Εὐθύφρων 7Α, Πλουτ. Σόλ. 25.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπεκδιδάξω;
expliquer en outre tout au long.
Étymologie: ἐπί, ἐκδιδάσκω.
Greek Monolingual
ἐπεκδιδάσκω (Α)
επεξηγώ.
Greek Monotonic
ἐπεκδῐδάσκω: μέλ. -ξω, αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω ή επεξηγώ, σε Πλάτ.