κρυστάλλινος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κρυστάλλινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που αποτελείται ή [[είναι]] φτιαγμένος από [[κρύσταλλο]] (α. «κρυστάλλινο [[ποτήρι]]» β. «[[κύλικα]] κρυσταλλίνην», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κρυστάλλινος]] [[φακός]]» — [[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κρύσταλλο]], [[κρυσταλλένιος]]<br /><b>2.</b> [[διαφανής]], [[διαυγής]] («έχει κρυστάλλινη [[σκέψη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παγετώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυάλ</i>-<i>ινος</i>, <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κρυστάλλινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που αποτελείται ή [[είναι]] φτιαγμένος από [[κρύσταλλο]] (α. «κρυστάλλινο [[ποτήρι]]» β. «[[κύλικα]] κρυσταλλίνην», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κρυστάλλινος]] [[φακός]]» — [[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κρύσταλλο]], [[κρυσταλλένιος]]<br /><b>2.</b> [[διαφανής]], [[διαυγής]] («έχει κρυστάλλινη [[σκέψη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παγετώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυάλ</i>-<i>ινος</i>, <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρυστάλλῐνος:''' -η, -ον, από κρύσταλλα, [[κρυστάλλινος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυστάλλῐνος Medium diacritics: κρυστάλλινος Low diacritics: κρυστάλλινος Capitals: ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΟΣ
Transliteration A: krystállinos Transliteration B: krystallinos Transliteration C: krystallinos Beta Code: krusta/llinos

English (LSJ)

η, ον,

   A icy, χεῖρες Hp.Epid.7.25.    II of crystal, κύλιξ D.C.54.23; νίπτρα AP9.330 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1516] von Krystall, hell u. rein, durchsichtig; νίπτρα Νυμ φᾶν Nicarch. 8 (IX, 330); κύλιξ D. Cass. 54, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κρυστάλλῐνος: -η, -ον, ἐκ τοῦ κρυστάλλου, «κρουσταλλένιος», κύλιξ Δίων Κ. 54· 23· νίπτρα Ἀνθ. Π. 9. 330.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cristal.
Étymologie: κρύσταλλος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κρυστάλλινος, -ίνη, -ον)
αυτός που αποτελείται ή είναι φτιαγμένος από κρύσταλλο (α. «κρυστάλλινο ποτήρι» β. «κύλικα κρυσταλλίνην», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
φρ. «κρυστάλλινος φακός» — κρυσταλλοειδής φακός
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο, κρυσταλλένιος
2. διαφανής, διαυγής («έχει κρυστάλλινη σκέψη»)
αρχ.
παγετώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + κατάλ. -ινος (πρβλ. γυάλ-ινος, ξύλ-ινος)].

Greek Monotonic

κρυστάλλῐνος: -η, -ον, από κρύσταλλα, κρυστάλλινος, σε Ανθ.