παρόρειος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] σε όρος ή σε όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>όρειος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] σε όρος ή σε όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>όρειος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρόρειος:''' -ον ([[ὄρος]]), αυτός που βρίσκεται κατά [[μήκος]] του βουνού, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ὄρος)
A near a mountain or mountains, Str.12.8.13, J.BJ1.4.7 :—written παρόριος, Sch.Il.20.490, 22.190.—The form παρώρειος found in codd. (as in Str.l.c.) is incorrect, whereas παρώρεια (q.v.) is the only correct form of the Subst.
German (Pape)
[Seite 527] am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. παρωρεία u. Lob. Phryn. 712.
Greek (Liddell-Scott)
παρόρειος: -ον, (ὄρος) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ τύπος παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις (οἷον Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ παρώρεια (ὃ ἴδε) εἶναι ὁ μόνος ὀρθὸς τύπος τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. παρώρειος.
Étymologie: παρά, ὄρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε όρος ή σε όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄρειος (< ὄρος), πρβλ. εν-όρειος].
Greek Monotonic
παρόρειος: -ον (ὄρος), αυτός που βρίσκεται κατά μήκος του βουνού, σε Στράβ.