κηλήτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηλήτης]], αττ. τ. [[καλήτης]], ὁ (Α) [[κήλη]]<br />αυτός που πάσχει από [[κήλη]] («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ [[χωλός]], ὁ [[κηλήτης]], ὁ [[ἀριστερόχειρ]], ὁ [[παραβλώψ]]», <b>Συνέσ.</b>).
|mltxt=[[κηλήτης]], αττ. τ. [[καλήτης]], ὁ (Α) [[κήλη]]<br />αυτός που πάσχει από [[κήλη]] («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ [[χωλός]], ὁ [[κηλήτης]], ὁ [[ἀριστερόχειρ]], ὁ [[παραβλώψ]]», <b>Συνέσ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κηλήτης:''' -ου, ὁ ([[κήλη]]), αυτός που είναι «[[σπασμένος]]», κομμένος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλήτης Medium diacritics: κηλήτης Low diacritics: κηλήτης Capitals: ΚΗΛΗΤΗΣ
Transliteration A: kēlḗtēs Transliteration B: kēlētēs Transliteration C: kilitis Beta Code: khlh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (κήλη)

   A one who is ruptured, Str.17.3.4, Gal. 10.988, D.C.73.2, AP11.342, Luc.Epigr.39:—Att. καλήτης Phryn. PSp.81 B.

German (Pape)

[Seite 1431] ὁ, att. καλήτης, B. A. 47, der einen Bruch od. Kropf hat; Ep. ad. 92 (XI, 342); D. Cass. 73, 2; Strab. XVII, 827.

Greek (Liddell-Scott)

κηλήτης: -ου, ὁ, (κήλη) ὁ πάσχων ἐκ κήλης, «σπασμένος», Στοβ. 827, Ἀνθ. Π. 11. 342, 404· Ἀττ. καλήτης, Α. Β. 47.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
malade d’une hernie.
Étymologie: κήλη.

Greek Monolingual

κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) κήλη
αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.).

Greek Monotonic

κηλήτης: -ου, ὁ (κήλη), αυτός που είναι «σπασμένος», κομμένος, σε Ανθ.