Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολλυβιστής: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α κολλυθιστής) [[κολλυβίζω]]<br />αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, [[αργυραμοιβός]], [[σαράφης]] («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῡντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οι Κολλυβιστές</i><br />οι [[Κολλυβάδες]].
|mltxt=ο (Α κολλυθιστής) [[κολλυβίζω]]<br />αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, [[αργυραμοιβός]], [[σαράφης]] («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῡντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οι Κολλυβιστές</i><br />οι [[Κολλυβάδες]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κολλῠβιστής:''' -οῦ, ὁ ([[κόλλυβος]]), [[μικρός]] [[αργυραμοιβός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλῠβιστής Medium diacritics: κολλυβιστής Low diacritics: κολλυβιστής Capitals: ΚΟΛΛΥΒΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kollybistḗs Transliteration B: kollybistēs Transliteration C: kollyvistis Beta Code: kollubisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A small money-changer, Lys.Fr.149 S., Men.1023, PPetr. 3p.173 (prob. l.), Ev.Matt.21.12, etc.: condemned by Phryn. 404.

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, Geldwechsler; Lys. bei Poll. 7, 33; N. T.; von Phryn. p. 440 verworfen, der ἀργυραμοιβός vorzieht, obwohl Menand. das Wort gebraucht hat.

Greek (Liddell-Scott)

κολλῠβιστής: -οῦ, ὁ, (κόλλυβος) ἀργυραμοιβὸς μικρός, ὡς τὸ κερματιστής, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 33, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 12, κτλ. (ἀλλ’ ἴδε Sturz Διαλ. Μακεδ. σ. 42)· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τῶν Ἀττικιστῶν, Φρύνιχ. 440, Θωμᾶς Μάγιστρ. 539.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
changeur, banquier.
Étymologie: κόλλυβος.

English (Strong)

from a presumed derivative of kollubos (a small coin; probably akin to κολλούριον); a coin-dealer: (money-)changer.

English (Thayer)

κολλυβιστου, ὁ (from κόλλυβος equivalent to a. a small coin, cf. κολοβός clipped;
b. rate of exchange, premium), a money-changer, banker: Menander, Lysias, in Pollux 7,33, 170; ὁ μέν κόλλυβος δόκιμον, τό δέ κολλυβιστής ἀδόκιμον, Phryn. ed. Lob., p. 440. Cf. what was said under κερματιστής.

Greek Monolingual

ο (Α κολλυθιστής) κολλυβίζω
αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, αργυραμοιβός, σαράφης («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῡντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ)
νεοελλ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Κολλυβιστές
οι Κολλυβάδες.

Greek Monotonic

κολλῠβιστής: -οῦ, ὁ (κόλλυβος), μικρός αργυραμοιβός, σε Καινή Διαθήκη