κωπηλατέω: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />ramer.<br />'''Étymologie:''' [[κωπηλάτης]]. | |btext=-ῶ :<br />ramer.<br />'''Étymologie:''' [[κωπηλάτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κωπηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τραβώ]] [[κουπί]]· μεταφ., λέγεται για [[κάθε]] παρόμοια [[κίνηση]] [[μπρος]] και [[πίσω]], όπως του ξυλουργού που χρησιμοποιεί το [[τρυπάνι]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A pull an oar, row, opp. κυβερνῆσαι, Arist.Rh.Al.1435a28, cf. Plb.1.2.1, etc. 2 metaph., of any similar motion forwards and backwards, as of a carpenter using an auger, τρύπανον κ. E.Cyc.461.
German (Pape)
[Seite 1546] die Ruder in Bewegung setzen, rudern, Pol. 1, 21, 1 u. Sp., wie Luc. V. H. 1, 40; übertr., ναυπηγίαν δ' ὡςεί τις ἁρμόζων ἀνὴρ διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ Eur. Cycl. 460, den Bohrer in Bewegung setzen.
Greek (Liddell-Scott)
κωπηλᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τραβῶ κουπί», Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 25, 7, Πολύβ. 1. 21, 1, κτλ. 2) μεταφ. ἐπὶ πάσης ὁμοίας κινήσεως γινομένης πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, οἷον ἐπὶ ξυλουργοῦ μεταχειριζομένου τὸ τρυπάνιον, διπλοῖν χαλινεῖν τρύπανον κωπηλατεῖ Εὐρ. Κύκλ. 461.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ramer.
Étymologie: κωπηλάτης.
Greek Monotonic
κωπηλᾰτέω: μέλ. -ήσω, τραβώ κουπί· μεταφ., λέγεται για κάθε παρόμοια κίνηση μπρος και πίσω, όπως του ξυλουργού που χρησιμοποιεί το τρυπάνι, σε Ευρ.