λαθικηδής: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαθικηδής]], -ές και δωρ. τ. λαθικάδης, -ες (Α)<br />αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, [[καταπραϋντικός]], [[παυσίπονος]] («εἴ [[ποτέ]] τοι λαθικηδέα μαζὸν [[ἐπέσχον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθι</i>- (που ανάγεται στον τ. [[λάθρα]] και εμφανίζει -<i>ι</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ο</i>- [<b>βλ.</b> <i>αργι</i>-]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεο</i>-<i>κηδής</i>]. | |mltxt=[[λαθικηδής]], -ές και δωρ. τ. λαθικάδης, -ες (Α)<br />αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, [[καταπραϋντικός]], [[παυσίπονος]] («εἴ [[ποτέ]] τοι λαθικηδέα μαζὸν [[ἐπέσχον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθι</i>- (που ανάγεται στον τ. [[λάθρα]] και εμφανίζει -<i>ι</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ο</i>- [<b>βλ.</b> <i>αργι</i>-]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεο</i>-<i>κηδής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λᾰθῐκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]), [[πραϋντικός]], [[παυσίπονος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (κῆδος)
A banishing care, εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Il.22.83; οἶνον λαθικάδεα (leg. -κάδεον) Alc.41.3; Διώνυσος IGRom.4.360.15 (Pergam.), cf. Epic.Alex.Adesp.8.10, AP9.524.12, Plu.2.657d; λ. τέχνης ἰδμοσύνη APl.4.273 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 5] ές, die Sorgen vergessen machend, Sorgen stillend, die Mutterbrust, Il. 22, 83; Bacchus, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 12); der Wein, Alcae. bei Ath. X, 430 d; τέχνης ἰδμοσύνη Crinag. 16 (Plan. 273).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθῐκηδής: -ές, (κῆδος) ὁ λανθάνειν ποιῶν τὰς ἀνίας, πραϋντικός, παυσίλυπος, παυσίπονος, εἴ ποτέ σοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Ἰλ. Χ. 83· οἶνος λ. Ἀλκαί. Ἀποσπ. 41· Διώνυσος Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 15· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, 12, Πλούτ. 2. 657D· τέχνης ἰδμοσύνη Ἀνθ. Πλαν. 273.
English (Autenrieth)
ές (κῆδος): causing to forget care, ‘banishing care,’ Il. 22.83†.
Greek Monolingual
λαθικηδής, -ές και δωρ. τ. λαθικάδης, -ες (Α)
αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (που ανάγεται στον τ. λάθρα και εμφανίζει -ι- αντί του αναμενόμενου -ο- [βλ. αργι-]) + -κηδής (< κῆδος), πρβλ. νεο-κηδής].
Greek Monotonic
λᾰθῐκηδής: -ές (κῆδος), πραϋντικός, παυσίπονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.