εὐαπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η -ο (Α [[εὐαπάτητος]], -ον)<br />αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο [[εύπιστος]], ο [[ευκολοπίστευτος]], ο [[μωροπίστευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>απατητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[απατώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανεξ</i>-[[απάτητος]], <i>δυσεξ</i>-[[απάτητος]]].
|mltxt=-η -ο (Α [[εὐαπάτητος]], -ον)<br />αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο [[εύπιστος]], ο [[ευκολοπίστευτος]], ο [[μωροπίστευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>απατητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[απατώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανεξ</i>-[[απάτητος]], <i>δυσεξ</i>-[[απάτητος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐᾰπάτητος:''' -ον ([[ἀπατάω]]), αυτός που ξεγελιέται εύκολα, [[εύπιστος]], [[ευκολόπιστος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰπάτητος Medium diacritics: εὐαπάτητος Low diacritics: ευαπάτητος Capitals: ΕΥΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: euapátētos Transliteration B: euapatētos Transliteration C: evapatitos Beta Code: eu)apa/thtos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A easy to cheat, Pl.Phdr.263b (Comp.); οἱ ἀγαθοὶ εὐ. Biasap.Stob.3.37.36, cf. Arist.Insomn.460b9, al.    II Act., cheating readily, τὸ θῆλυ -ότερον Id.HA608b12.

German (Pape)

[Seite 1057] 1) leicht zu betrügen, im comp. Plat. Phaedr. 263 b; Bias Stob. fl. 87, 36; ὦτα Plut. – 2) akt., leicht täuschend, Arist. H. A. 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαπάτητος: -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ ἀπατήσῃ τις, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β, Βίας παρὰ Στοβ. 221. 46, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 16. κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ἑτοίμως, εὐκόλως ἀπατῶν τινα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à tromper;
2 qui trompe facilement.
Étymologie: εὖ, ἀπατάω.

Greek Monolingual

-η -ο (Α εὐαπάτητος, -ον)
αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτος
αρχ.
αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απατητος (< απατώ), πρβλ. ανεξ-απάτητος, δυσεξ-απάτητος].

Greek Monotonic

εὐᾰπάτητος: -ον (ἀπατάω), αυτός που ξεγελιέται εύκολα, εύπιστος, ευκολόπιστος, σε Πλάτ.