πεδήτης: Difference between revisions
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[δέσμιος]], [[δεσμώτης]]<br /><b>2.</b> [[οικοδόμημα]] στη Σάμο όπου υπήρχαν [[δεσμά]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Πεδῆται</i><br />[[τίτλος]] έργου του κωμικού Καλλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκην</i>-<i>ήτης</i>)]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[δέσμιος]], [[δεσμώτης]]<br /><b>2.</b> [[οικοδόμημα]] στη Σάμο όπου υπήρχαν [[δεσμά]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Πεδῆται</i><br />[[τίτλος]] έργου του κωμικού Καλλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκην</i>-<i>ήτης</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεδήτης:''' -ου, ὁ (πεδάομαι), [[δεσμώτης]], [[φυλακισμένος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, Pass.,
A one fettered, prisoner, Ar.Fr.65, Herod.3.69, LXX Wi.17.2, Plu.2.165e, Luc.Sat.10, etc. : in pl., title of play by Call. Com. (Fr.2 D.). II at Samos, building in which certain fetters were kept, Plu.2.303e.
German (Pape)
[Seite 541] ὁ, der Gefesselte, Gefangene; Plut. superst. 3; Luc. Cronosol. 10.
Greek (Liddell-Scott)
πεδήτης: -ου, ὁ, Παθ., ὁ πεπεδημένος, δεδεσμευμένος, δεσμώτης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 720, Πλούτ. 2. 165D, Λουκ. Κρον. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui à qui on met souvent les entraves, càd mauvais esclave.
Étymologie: πεδάω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. δέσμιος, δεσμώτης
2. οικοδόμημα στη Σάμο όπου υπήρχαν δεσμά
3. στον πληθ. Πεδῆται
τίτλος έργου του κωμικού Καλλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + επίθημα -ήτης (πρβλ. σκην-ήτης)].
Greek Monotonic
πεδήτης: -ου, ὁ (πεδάομαι), δεσμώτης, φυλακισμένος, σε Λουκ.