ἐπικτείνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικτείνω]] (Α)<br />[[σκοτώνω]] [[ξανά]] («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῑν;» — τί [[παλληκαριά]] [[είναι]] να σκοτώσεις [[ξανά]] τον νεκρό; <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐπικτείνω]] (Α)<br />[[σκοτώνω]] [[ξανά]] («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῑν;» — τί [[παλληκαριά]] [[είναι]] να σκοτώσεις [[ξανά]] τον νεκρό; <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικτείνω:''' μέλ. -[[κτενῶ]], [[σκοτώνω]] [[επιπλέον]] ή [[ξανά]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικτείνω Medium diacritics: ἐπικτείνω Low diacritics: επικτείνω Capitals: ΕΠΙΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: epikteínō Transliteration B: epikteinō Transliteration C: epikteino Beta Code: e)piktei/nw

English (LSJ)

   A kill besides or again, τὸν θανόντ' ἐ. slay the slain anew, S.Ant.1030; f.l. for ἔτι κτ-, Plu.Caes.46.

German (Pape)

[Seite 954] (s. κτείνω), noch dazu, zum zweiten Male tödten, τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ' ἐπικτανεῖν Soph. Ant. 1017; τοὺς κειμένους νεκροὺς ἤδη καὶ τοὺς ἐπικτεινομένους Plut. Caes. 46, u. die noch dazu getödtet werden.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικτείνω: ἀποκτείνω πάλιν, τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν, κτανεῖν ἐκ νέου, Σοφ. Ἀντ. 1030, πρβλ. Πλουτ. Κάσ. 46.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπικτενῶ;
1 tuer sur ou par-dessus;
2 tuer encore.
Étymologie: ἐπί, κτείνω.

Greek Monolingual

ἐπικτείνω (Α)
σκοτώνω ξανά («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῑν;» — τί παλληκαριά είναι να σκοτώσεις ξανά τον νεκρό; Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπικτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω επιπλέον ή ξανά, σε Σοφ.