ἐσσύμενος: Difference between revisions
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐσσύμενος]], -ένη, -ον (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. με σημ. και τονισμό ενεστ. του [[σεύω]])<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] («ἐσσυμένους πολέμου», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐσσυμένως</i><br />ορμητικά («ἐσσυμένως ἐμάχοντο», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=[[ἐσσύμενος]], -ένη, -ον (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. με σημ. και τονισμό ενεστ. του [[σεύω]])<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] («ἐσσυμένους πολέμου», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐσσυμένως</i><br />ορμητικά («ἐσσυμένως ἐμάχοντο», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐσσύμενος:''' -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του [[σεύω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[βιαστικός]], [[βίαιος]], [[σφοδρός]], [[ανυπόμονος]], [[πρόθυμος]], [[ορμητικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πρόθυμος]], αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] διακαώς, με γεν., σε Όμηρ.· επίσης με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., <i>ἐσσῠμένως</i>, βιαστικά, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα, ορμητικά, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, Ep. and Lyr. part. Pass. of σεύω (in sense and accent pres., but redupl. as if pf.),
A hurrying, eager, impetuous, Il.6.518, Pi.P.4.135 ; eager, yearning for, c. gen., πολέμου, ὁδοῖο, Il.24.404, Od.4.733: also c. inf., πολεμίζειν, ἀλύξαι, Il.11.717, Od.4.416, cf. 15.73 ; ἐλαύνειν Pi.Fr.107.5. II Adv. ἐσσῠμένως furiously, eagerly, ἐμάχοντο, δόρπον ἕλοντο, Il.15.698, Od.14.347, cf.Pi.Fr.166,APl.4.43.
German (Pape)
[Seite 1043] partic. von σεύω, w. m. s. – Adv. ἐσσυμένως, eilig, in Hast, ἐμάχοντο Il. 15, 698, ἀποβάντες Od. 14, 346; Pind. frg. 147 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσσύμενος: -η, -ον, μετοχὴ παθητικοῦ πρκμ. τοῦ σεύω (μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασίας ἐνεστῶτος), σπεύδων, ὁρμητικός, πρόθυμος, παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 518, Πινδ. Π. 4. 239· πρόθυμος, ἐπιθυμῶν τι, μετὰ γεν., πολέμου ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 404, Ὀδ. Δ. 733· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., πολεμίζειν, ἀλύξαι Ἰλ. Λ. 717, Ὀδ. Δ. 416, πρβλ. Ο. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως, ἐν σπουδῇ, ὁρμητικῶς, μάχεσθαι, ἀποβῆναι Ἰλ. Ο. 698, Ὀδ. Ξ. 317, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 147.
French (Bailly abrégé)
qui s’élance, véhément, impétueux : τινος ardent pour qch ; avec l’inf. pour faire qch.
Étymologie: part. pf. Pass. de σεύω.
English (Autenrieth)
see σεύω.
Greek Monolingual
ἐσσύμενος, -ένη, -ον (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. με σημ. και τονισμό ενεστ. του σεύω)
1. ορμητικός, πρόθυμος
2. αυτός που επιθυμεί κάτι («ἐσσυμένους πολέμου», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
ἐσσυμένως
ορμητικά («ἐσσυμένως ἐμάχοντο», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐσσύμενος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του σεύω·
I. βιαστικός, βίαιος, σφοδρός, ανυπόμονος, πρόθυμος, ορμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόθυμος, αυτός που επιθυμεί κάτι διακαώς, με γεν., σε Όμηρ.· επίσης με απαρ., στον ίδ.
II. επίρρ., ἐσσῠμένως, βιαστικά, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα, ορμητικά, στον ίδ.