διάκενος: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάκενος]], -ον) [[κενός]]<br /><b>1.</b> ο εντελώς [[κενός]], [[άδειος]], [[κούφιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>διάκενο</i> (<i>ν</i>)<br />[[κενός]] ή [[ελεύθερος]] [[ενδιάμεσος]] [[χώρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>διάκενο</i><br />το [[μέρος]] ενός μαγνητικού κυκλώματος στο οποίο η μαγνητική ροή δεν κυκλοφορεί [[μέσα]] στον σίδηρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br /><b>2.</b> [[αραιός]], [[πορώδης]]<br /><b>3.</b> [[ισχνός]], [[λεπτός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[κενόδοξος]], [[ματαιόδοξος]]<br /><b>5.</b> [[άτονος]], [[αδύνατος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάκενος]], -ον) [[κενός]]<br /><b>1.</b> ο εντελώς [[κενός]], [[άδειος]], [[κούφιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>διάκενο</i> (<i>ν</i>)<br />[[κενός]] ή [[ελεύθερος]] [[ενδιάμεσος]] [[χώρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>διάκενο</i><br />το [[μέρος]] ενός μαγνητικού κυκλώματος στο οποίο η μαγνητική ροή δεν κυκλοφορεί [[μέσα]] στον σίδηρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br /><b>2.</b> [[αραιός]], [[πορώδης]]<br /><b>3.</b> [[ισχνός]], [[λεπτός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[κενόδοξος]], [[ματαιόδοξος]]<br /><b>5.</b> [[άτονος]], [[αδύνατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάκενος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που είναι εντελώς [[άδειος]] ή [[κοίλος]], [[κούφιος]]· <i>τὸ δ</i>., [[κενό]], [[χάσμα]], Λατ. vacuum, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[λεπτός]], [[ισχνός]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκενος Medium diacritics: διάκενος Low diacritics: διάκενος Capitals: ΔΙΑΚΕΝΟΣ
Transliteration A: diákenos Transliteration B: diakenos Transliteration C: diakenos Beta Code: dia/kenos

English (LSJ)

ον,

   A empty, hollow, σφαῖρα Sor. 1.93; τὸ δ. gap, breach, Th.4.135,5.71; τὸ δ. τοῦ ὀδόντος Antyll. ap. Orib.10.36.3; interval, Aristox.Harm.p.26 M.; τὰ δ. hollows, Pl.Ti. 58b, 60e; διάκενον δεδορκότα with a vacant stare, of skeletons, Luc. Nec.15.    II empty or vain, Pl.Lg.820e; δ. ἑλκυσμός, of idle fancies, Chrysipp.Stoic.2.22. Adv. -νως, ἕλκειν τὴν διάνοιαν Iamb. Myst.2.10; κοπιᾶν Macar.1.99.    III thin, lank, Plu.Lyc.17; δ. καὶ λαγαροί Id.Publ.15; δ. τοὺς βουβῶνας Philostr.Gym.37.    IV porous, Gal.8.672; δ. ἄρτοι light bread, LXXNu.21.5.    V Adv. διακένως, ζώνη δ. ὑφασμένη of a gauzy texture, J.AJ3.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

διάκενος: -ον, ἐντελῶς κενὸς ἢ κοῖλος «κούφιος», «ἄδειος», τὸ δ., κενόν, χάσμα, vacuum, Θουκ. 4. 135., 5. 71· τὰ δ., κενὰ διαστήματα, κοιλότητες, Πλάτ. Τιμ. 58Β, 60Ε. ― Ἐπίρρ. διακένως Ἰώσηπ. Ι. Λ. 3. 7, 2. ΙΙ. ὅλως κενός, ἤτοι μάταιος, ματαιόφρων, ὁ αὐτ. Νόμ. 820Ε. ΙΙΙ. κοῖλος, δ. δεδορκέναι, μὲ ὀφθαλμοὺς κοίλους, ἐπὶ λιμωττόντων καὶ νοσούντων, Λουκ. Νεκυομ. 15. 2) λεπτός, ἰσχνός, Πλούτ. Λυκ. 17, Ποπλικ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. (διά dans l’intervalle) qui laisse un vide au milieu : τὸ διάκενον THC espace vide au milieu, intervalle;
II. (διά à travers);
1 profondément creux : διάκενον δεδορκέναι LUC avoir des yeux caves;
2 vide ; grêle, maigre.
Étymologie: διά, κενός.

Spanish (DGE)

-ον
I 1vacío, hueco κρίκοι Democr.B 130, λυχνία I.AI 3.144, σφαῖρα Sor.71.25, κύαμοι Luc.Herm.61
subst. τὸ δ. espacio vacío, sin vigilancia de una muralla, Th.4.135, cf. 5.72, D.C.49.37.4, ref. a una cámara de aire, D.C.68.25.3, τὸ δ. τοῦ ὀδόντος el intersticio del diente Antyll. en Orib.10.36.3
plu. τὰ διάκενα los espacios vacíos, los intersticios en la unión de los elementos, Pl.Ti.58b, τὸ δὲ ἁλμυρὸν μεγάλα ἔχει τὰ διάκενα Arist.Pr.932b12, τὰ διάκενα τῆς τέφρας Arist.Pr.938b27, cf. 36, τὰ διάκενα τῶν κλάδων las cavidades de las ramas Plot.3.3.7
neutr. como adv. διάκενον δεδορκέναι mirar con las cuencas vacías de los esqueletos, Luc.Nec.15.
2 fig. vacío, vano, inútil ἵνα μὴ διάκενα ἡμῖν ᾖ τὰ τῶν νόμων Pl.Lg.820e, δ. ἑλκυσμός tracción vana, e.e. trabajo inútil Chrysipp.Stoic.2.22, ἡδονή Plu.2.1089c, δ. λόγος discurso vacío, e.e. sin contenido Plu.2.803e, cf. D.H.Imit.2.11, Origenes en Cat.Ps.118 Pal.140a.8.
3 delgado, flaco ref. a pers. αἱ γὰρ ἰσχναὶ καὶ διάκενοι ... ἕξεις Plu.Lyc.17, cf. Publ.15, 2.237f, Philostr.Gym.37.
4 poroso σώματα διάκενα λέγουσιν Gal.8.672
del maná ligero, de poca consistencia LXX Nu.21.5.
5 libre, sin trabajo αἱ διάκενοι ἡμέραι PBremen 15.19 (II d.C.).
6 mús. intervalo δ. δ' οὐδέν ἐστιν τοῦ λιχανοειδοῦς τόπου Aristox.Harm.34.6.
II adv. -ως
1 en vano, inútilmente οὕτω δ. ἕλκει τὴν διάνοιαν Iambl.Myst.2.10.
2 con calados ζώνη ... δ. ὑφασμένη I.AI 3.154.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάκενος, -ον) κενός
1. ο εντελώς κενός, άδειος, κούφιος
2. αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους
3. το ουδ. ως ουσ. διάκενο (ν)
κενός ή ελεύθερος ενδιάμεσος χώρος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. διάκενο
το μέρος ενός μαγνητικού κυκλώματος στο οποίο η μαγνητική ροή δεν κυκλοφορεί μέσα στον σίδηρο
αρχ.
1. ανώφελος, μάταιος
2. αραιός, πορώδης
3. ισχνός, λεπτός
4. (για πρόσωπα) κενόδοξος, ματαιόδοξος
5. άτονος, αδύνατος.

Greek Monotonic

διάκενος: -ον, I. αυτός που είναι εντελώς άδειος ή κοίλος, κούφιος· τὸ δ., κενό, χάσμα, Λατ. vacuum, σε Θουκ.
II. λεπτός, ισχνός, σε Πλούτ., Λουκ.