κατακτάομαι: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> κατακτήσομαι, <i>ao.</i> κατεκτησάμην;<br />acquérir, conquérir ; posséder : <i>fig.</i> τὸ [[θέατρον]] ÉL conquérir <i>ou</i> gagner les spectateurs d’un théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κτάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> κατακτήσομαι, <i>ao.</i> κατεκτησάμην;<br />acquérir, conquérir ; posséder : <i>fig.</i> τὸ [[θέατρον]] ÉL conquérir <i>ou</i> gagner les spectateurs d’un théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κτάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] εντελώς για τον εαυτό μου, [[κατακτώ]], και στους ιστορικούς χρόνους, έχω υπό την πλήρη [[κατοχή]] μου, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
}}