φωρά: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. [[φωρή]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[φώρη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[κλοπή]]<br /><b>2.</b> [[ανακάλυψη]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[έρευνα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ» — επ' αυτοφώρω (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φώρ</i> «[[κλέφτης]]». Η λ., ως [[προς]] τη σημ. «[[ανακάλυψη]]», έχει δεχθεί την [[επίδραση]] του ρ. <i>φωρῶ</i>]. | |mltxt=και ιων. τ. [[φωρή]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[φώρη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[κλοπή]]<br /><b>2.</b> [[ανακάλυψη]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[έρευνα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ» — επ' αυτοφώρω (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φώρ</i> «[[κλέφτης]]». Η λ., ως [[προς]] τη σημ. «[[ανακάλυψη]]», έχει δεχθεί την [[επίδραση]] του ρ. <i>φωρῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φωρά:''' Ιων. [[φωρή]], <i>ἡ</i>, [[κλοπή]], σε Βίωνα. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. φωρή, ἡ, (φώρ)
A theft, h.Merc.136 (prob. for φωνῆς), 385, BionFr.8.6, Nic.Al.273; ἱερῶν χρημάτων SIG672.16 (Delph., ii B. C.); ἔνοχοι ὄντες φωρᾷ Sammelb.4638.17 (ii B. C.); ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, Poll.8.69. II detection, discovery, τῆς ἀλλοτριολογίας Phld.Acad.Ind.p.67 M.; ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φ. D.L.1.96; μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ach.Tat.7.11. (φώρης codd. Nic. l.c.; Hsch. has φωρά· κλοπή, but φώρην· τὴν ἔρευναν.)
German (Pape)
[Seite 1322] ᾶς, ἡ, ion. φωρή, der Diebstahl; H. h. Merc. 136 nach Herm. Em.; οὐκ ἐπὶ φωρὰν ἔρχομαι Bion. 16, 6.
Greek (Liddell-Scott)
φωρά: Ἰων. φωρή, ἡ, (φὼρ) κλοπή, Βίων 9. 6, Νικ. Ἀλεξιφ. 273, καὶ (κατὰ τὸν Ἑρμανν.) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 136. ΙΙ. ἀνακάλυψις, ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φωρᾷ Διογέν. Λαέρτ. 1. 96· μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ἀχιλλ. Τάτ. 7. 11· φ. γοήτων Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 213C· ὁ δὲ Ἡσύχ. ἐν λ. φωρᾶν ἔχει «φώρην· ἔρευναν», πρβλ. φωράω, αὐτόφωρος.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 vol, larcin;
2 recherche, découverte d’un voleur, d’un objet volé.
Étymologie: φώρ.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φωρή και κατά τον Ησύχ. φώρη, ἡ, Α
1. κλοπή
2. ανακάλυψη
3. (κατά τον Ησύχ.) έρευνα
4. φρ. «ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ» — επ' αυτοφώρω (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Η λ., ως προς τη σημ. «ανακάλυψη», έχει δεχθεί την επίδραση του ρ. φωρῶ].