ἀνταποφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνταποφαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] το αντίθετο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> (-ομαι) [[εκφέρω]] αντίθετη [[γνώμη]], [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο.
|mltxt=[[ἀνταποφαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] το αντίθετο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> (-ομαι) [[εκφέρω]] αντίθετη [[γνώμη]], [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταποφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>, [[αποδεικνύω]], [[καταδεικνύω]] από την [[άλλη]] [[μεριά]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταποφαίνω Medium diacritics: ἀνταποφαίνω Low diacritics: ανταποφαίνω Capitals: ΑΝΤΑΠΟΦΑΙΝΩ
Transliteration A: antapophaínō Transliteration B: antapophainō Transliteration C: antapofaino Beta Code: a)ntapofai/nw

English (LSJ)

   A show on the other hand, Th.3.38,67.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen zeigen, beweisen, Thuc. ἀνταποφῆναι 3, 48; τὴν ἡλικίαν δεινότερα παθοῦσαν 3, 67. – Med., seine Meinung dagegen aussprechen, Clem. Al. γνώμην, wie Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποφαίνω: ἀνταποδεικνύω, ἀποδεικνύω τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 38, 67: - Μέσ., ἀποφαίνομαι ἐναντίαν γνώμην, ἰσχυρίζομαι ἐκ τοῦ ἐναντίου, Κλήμ. Ἀλ. 891.

French (Bailly abrégé)

exposer à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀποφαίνω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 contradecir, oponerse a τὸ πάνυ δοκοῦν ἀνταποφαίνεις ὡς οὐκ ἔγνωσται demuestras que lo acordado no representa la opinión general Th.3.38.
2 en v. med. mostrar a su vez τὴν ... ἡλικίαν Th.3.67, γνώμην I.AI 19.178
tb. en v. act. ἀνταποφαίνει τοὺς ... ἐπάγοντας τὴν ἀράν Cyr.Al.M.73.769D.
II intr. en v. med. estar en desacuerdo, mostrar una opinión contraria Pall.V.Chrys.9 (M.47.30), ἐπ' ἴσης Clem.Al.Strom.7.16.95, 8.1.4.

Greek Monolingual

ἀνταποφαίνω (Α)
1. αποδεικνύω το αντίθετο
2. μέσ. (-ομαι) εκφέρω αντίθετη γνώμη, ισχυρίζομαι το αντίθετο.

Greek Monotonic

ἀνταποφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ, αποδεικνύω, καταδεικνύω από την άλλη μεριά, σε Θουκ.