ξενοδοκέω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(SL_2)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ξενοδοκέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> be [[hospitable]] met. Apollon., Lexic. [[Homer]]., 117. 25B., ὁ δὲ Πίνδαρος· ξεινοδόκησέν τε [[δαίμων]], ἀντὶ [[τοῦ]] ἐμαρτύρησε (cf. [[Simonides]], fr. 51D) fr. 311.
|sltr=[[ξενοδοκέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> be [[hospitable]] met. Apollon., Lexic. [[Homer]]., 117. 25B., ὁ δὲ Πίνδαρος· ξεινοδόκησέν τε [[δαίμων]], ἀντὶ [[τοῦ]] ἐμαρτύρησε (cf. [[Simonides]], fr. 51D) fr. 311.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενοδοκέω:''' Ιων. ξεινο-, [[περιποιούμαι]] φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μεταγεν. Ελλ., [[ξενοδοχέω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδοκέω Medium diacritics: ξενοδοκέω Low diacritics: ξενοδοκέω Capitals: ΞΕΝΟΔΟΚΕΩ
Transliteration A: xenodokéō Transliteration B: xenodokeō Transliteration C: ksenodokeo Beta Code: cenodoke/w

English (LSJ)

Ion. ξεινο-,

   A entertain guests or strangers. Hdt.6.127, E.Alc.552, AP10.16 (Theaet.), etc. :—later ξενο-δοχέω, 1 Ep.Ti.5.10, Max. Tyr.32.9, Cod.Just.1.3.45.1b.    II testify, Pi.Fr.311 :— Med., Hsch.

German (Pape)

[Seite 277] u. ξενοδοχέω, ion. u. ep. ξεινοδοκέω, Fremde, Gastfreunde aufnehmen, bewirthen, beherbergen; ξεινοδόκησε δαίμων, Pind. frg. 278, wo es = μαρτυρέω sein soll; ξεινοδοκέων πάντας ἀνθρώπους, Her. 6, 128; Plat. Rep. IV, 419.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδοκέω: Ἰων. ξεινο-, ὑποδέχομαι, περιποιοῦμαι ξένους, φιλοξενῶ, Ἡρόδ. 6. 127, Εὐρ. Ἄλκ. 552, Ἀνθ., κτλ.· - παρὰ μεταγεν. ξενοδοχέω, Α΄ Ἐπ. π. Τιμ. ε΄, 10· ἴδε ἐν λέξ. ξενοδόκος. ΙΙ. μαρτυρῶ, Πινδ. Ἀποσπ. 278.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accueillir les étrangers.
Étymologie: *ξενοδόκος, v. ξενοδόχος.

English (Slater)

ξενοδοκέω
   1 be hospitable met. Apollon., Lexic. Homer., 117. 25B., ὁ δὲ Πίνδαρος· ξεινοδόκησέν τε δαίμων, ἀντὶ τοῦ ἐμαρτύρησε (cf. Simonides, fr. 51D) fr. 311.

Greek Monotonic

ξενοδοκέω: Ιων. ξεινο-, περιποιούμαι φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μεταγεν. Ελλ., ξενοδοχέω, σε Καινή Διαθήκη