ὑπερθύριον: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[υπέρθυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θύριον]] (<span style="color: red;"><</span> [[θύρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-<i>θύρι</i>(<i>ον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[υπέρθυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θύριον]] (<span style="color: red;"><</span> [[θύρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-<i>θύρι</i>(<i>ον</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερθύριον:''' [ῠ], τό ([[θύρα]]), [[πρέκι]] (οριζόντιο [[ξύλο]] ή [[πέτρα]] στην [[κορυφή]] παραθύρου ή πόρτας), πόρτας ή πύλης, Λατ. [[superliminare]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθύριον Medium diacritics: ὑπερθύριον Low diacritics: υπερθύριον Capitals: ΥΠΕΡΘΥΡΙΟΝ
Transliteration A: hyperthýrion Transliteration B: hyperthyrion Transliteration C: yperthyrion Beta Code: u(perqu/rion

English (LSJ)

[θῠ], τό, (θύρα)

   A lintel of a door or gate, Od.7.90; ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι ἑπτὰ πύλαι Hes.Sc.271:—in Prose, ὑπέρθῠρον, τό, Hdt.1.179, IG12.372.201, 42(1).103 B97 (Epid., iv B. C.), 11(2).145.19 (Delos, iv/iii B. C.), Inscr.Délos 442 B70 (ii B. C.), J.BJ5.5.3, Plu.2.684a, etc.; also in Parm.1.12, Herod.2.65 (pl.).    II Lat. hyperthyrum, frieze over the lintel, Vitr.4.6.2.

German (Pape)

[Seite 1197] τό, der Balken, der die Thüröffnung oberwärts schließt, im Ggstz gegen οὐδός, die Oberschwelle; Od. 7, 90; Hes. Sc. 271.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθύριον: [ῠ], τό, (θύρα) ἡ ἄνω φλιὰ θύρας ἢ πύλης, Λατ. superliminare (Plin.), ἀργύρεον δ’ ἐφ’ ὑπερθύριον, «τὸ ὑπερκείμενον ταῖς θύραις, εἰς ὃ οἱ ἄνω στρόφιγγες ἐναρμόζονται» (Σχόλ.) Ὀδ. Η. 90· ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι ἑπτὰ πύλαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 271· - παρὰ πεζολόγοις ὑπέρθῠρον, τό, Ἡρόδ. 1. 179, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 93, Πλούτ. 2. 684Α, κλπ.· οὕτω καὶ παρὰ Παρμεν. 12 Kaist. ΙΙ. παρὰ τῷ Βιτρουβ. 4. 6. hyperthyrum εἶναι τὸ ὑπὲρ τὴν θύραν γεῖσον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pierre ou poutre transversale au-dessus d’une porte, linteau.
Étymologie: ὑπέρθυρος.

English (Autenrieth)

(θύρη): linted of a door, opp. οὐδός, Od. 7.90†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το υπέρθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -θύριον (< θύρα), πρβλ. παρα-θύρι(ον)].

Greek Monotonic

ὑπερθύριον: [ῠ], τό (θύρα), πρέκι (οριζόντιο ξύλο ή πέτρα στην κορυφή παραθύρου ή πόρτας), πόρτας ή πύλης, Λατ. superliminare, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.